Κατά το άρθρο 656 ΑΚ, «αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού».

Α. Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας  καθίσταται ο εργοδότης

α) Όταν κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση και δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 440/2016, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 359/2015).

β) Σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, που δεν έχει λυθεί νομίμως, και αρνείται να αποδεχτεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, που αυτός πραγματικώς και προσηκόντως του προσφέρει (ΑΠ 1414/2015).

γ) Όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη, είτε για την καταβολή του μισθού, είτε για την παράβαση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του (ΑΠ 790/2014).

δ) Όταν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον εργαζόμενο  μεταβολή των όρων εργασίας, ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, και ο εργαζόμενος εμείνει, εξωδίκως ή και δικαστικώς, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, και ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί (ΑΠ 216/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 164/2018)

Β. Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει τους μισθούς του για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε (μισθοί υπερημερίας) υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα (δόλια) να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται, χωρία να αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 223/2014).

Γ. Για την ευδοκίμηση της σχετικής ένστασης του εργοδότη, ο εργοδότης οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει

α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης,

β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού,

γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και

δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 223/2014).