Κατά την διάταξη του άρθρου 897 αριθ. 4 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση, αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για την διαιτησία, ή ο νόμος. Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 901 παρ. 1 στ. α` ΚΠολΔ, μπορεί να επιδιωχθεί, με αγωγή, ή ένσταση, η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως, πλην άλλων περιπτώσεων, και αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας.
Α. Με τις ανωτέρω δύο διατάξεις θεσπίζεται, αφ ενός μεν η ακυρωσία και αφ' ετέρου η ανυπαρξία διαιτητικής αποφάσεως, όταν η διαφορά για την οποία αποφάνθηκαν οι διαιτητές δεν έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους.
Β. Το πότε η διαιτητική απόφαση είναι ακυρώσιμη και πότε ανύπαρκτη, εξαρτάται από τη συνομολόγηση συμφωνίας για διαιτησία. Έτσι, αν οι διαιτητές στηρίζουν την εξουσία τους σε ανύπαρκτη συμφωνία για διαιτησία, τότε η απόφαση τους είναι και αυτή ανύπαρκτη. Αν, αντίθετα, οι διαιτητές αντλούν μεν την εξουσία τους από υπαρκτή συμφωνία, αλλά την επέκτειναν και στην επίλυση διαφορών, οι οποίες με το συνυποσχετικό δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους, ή βάσει του νόμου πλέον αποκλείονται από τη δικαιοδοσία τους, τότε η απόφαση τους είναι όχι ανύπαρκτη, αλλ` ακυρώσιμη (ΑΠ 811/2019, 1281/2019).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2735/1999 για την διεθνή εμπορική διαιτησία, διεθνής εμπορική διαιτησία αποτελεί η διαιτησία που ο τόπος κατάρτισής της βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια, όταν
1) τα μέρη έχουν, κατά την σύναψη της συμφωνίας διαιτησίας, την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη, ή
2) ένας από τους παρακάτω τόπους δεν βρίσκεται στο κράτος στο οποίο τα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους, α) ο τόπος της διαιτησίας, αν αυτός καθορίζεται από τη συμφωνία διαιτησίας ή προκύπτει από αυτήν, β) οποιοσδήποτε τόπος στον οποίο πρόκειται να εκπληρωθεί σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εμπορική σχέση, ή ο τόπος με τον οποίο συνδέεται στενότερα το αντικείμενο της διαφοράς, ή γ) τα μέρη ρητά συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με περισσότερες χώρες (ΑΠ 102/2012).
Β. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 2735/1999 η διαιτητική απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 34 του ν. 2735/1999 κατά αυτής μπορεί να ασκηθεί αγωγή ακύρωσης.
Αγωγή ακύρωσης
Γ. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης είναι το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι τρίμηνη και αρχίζει από την κοινοποίηση της διαιτητικής απόφασης στο μέρος που την ασκεί, ή, αν υποβλήθηκε αίτηση του άρθρου 33 του ν. 2735/1999 από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου στο μέρος αυτό. Κατά της απόφασης ασκείται αίτηση αναίρεσης, που προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε (3) μήνες από την επίσπευση του προσδιορισμού δικασίμου.
Δ. Εάν αγωγή ακύρωσης, δεν ασκηθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας, απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν απαράδεκτη, γιατί η προθεσμία είναι αποκλειστική και αποσβεστική, σύμφωνα με τα άρθρα 219, 280 και 261 ΑΚ και λαμβάνεται υπ όψιν αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 438/1978, ΑΠ 1009/1988). Αν παρέλθει άπρακτο το τρίμηνο δεν προταθεί η ακυρότητα με αγωγή και η διαιτητική απόφαση καθίσταται ισχυρή και απρόσβλητη (ΑΠ 2111/2017).
Ε. Με την ακυρωτική αγωγή μπορεί να προτείνονται περισσότεροι από ένας λόγοι. Επειδή πρόκειται για αντικειμενική σώρευση αγωγών με το ίδιο ακυρωτικό αίτημα, για κάθε ακυρωτικό λόγο ισχύει η ίδια τρίμηνη αποκλειστική και αποσβεστική προθεσμία. Συνεπώς αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει και άλλη συμπληρωματική (με πρόσθετους λόγους) αγωγή, δηλαδή με λόγους διαφορετικούς από εκείνους στους οποίους στηρίχθηκε η πρώτη (ΑΠ 2111/2017).
ΣΤ. Η άσκηση της ακυρωτικής αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφ όσον ασκηθεί παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να χορηγήσει αναστολή, με ή χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ακυρωτικής αγωγής, αν πιθανολογείτια η ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης και να ανακαλεί, ή να μεταρρυθμίζει τα ασφαλιστικά μέτρα, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ (ΤρΕφΑθ 595/2014).
Λόγοι ακύρωσης διαιτητικής απόφασης
Ζ. Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί αποκλειστικά τους παρακάτω λόγους
α) Το συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία διαιτησίας δεν ήταν προς τούτο ικανό με βάση το δίκαιο που το διέπει, ή ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν, ή, αν δεν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις αυτές, κατά το ελληνικό δίκαιο.
β) Το συμβαλλόμενο μέρος δεν ειδοποιήθηκε, κατά τον προσήκοντα τρόπο, για τον ορισμό διαιτητή, ή για τη διαδικασία της διαιτησίας, ή ότι από άλλο λόγο περιήλθε σε ανυπαίτια αδυναμία να προβάλει τους ισχυρισμούς του.
γ) Η διαιτητική απόφαση αφορά διαφορά, που δεν εμπίπτει στη συμφωνία διαιτησίας, ή περιέχει διατάξεις, που υπερβαίνουν τα όρια της συμφωνίας (Αν οι διατάξεις που καλύπτονται από την συμφωνία περί διαιτησίας μπορούν να αποχωρισθούν από εκείνες που δεν καλύπτονται, τότε μόνο ως προς τις τελευταίες χωρεί ακύρωση της διαιτητικής απόφασης).
δ) Η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, ή η διαιτητική διαδικασία, δεν ήταν σύμφωνη με την συμφωνία των μερών, ή, αν δεν υπάρχει σχετική συμφωνία, η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, ή η διαιτητική διαδικασία, δεν ήταν σύμφωνη με τον νόμο.
ε) Το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό διαιτησίας κατά το ελληνικό δίκαιο.
στ) Η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς την διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα.
Στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνεται το σύνολο των πρωταρχικής, βασικής και θεμελιώδους σημασίας αρχών και αντιλήψεων που αποτελούν τη βάση της νομικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Πολιτείας (ΑΠ 1532/2008).
Η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, που διαταράσσει τον έννομο ρυθμό της Χώρας, πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή όχι μόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 13/1995).
Δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη, όταν η διαιτητική απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν έτσι, σε συνδυασμό και με το διατακτικό της απόφασης, δημιουργείται κατάσταση αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης (ΑΠ 1273/2003, ΑΠ 40/2010, ΑΠ 102/2012 ).
Κατά το άρθρο 885 περ. 2 ΚΠολΔ «Η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια...αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας, που ορίσθηκε από την ίδια τη συμφωνία ή η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης ή η προθεσμία που τάσσεται κατά το άρθρο 884». Κατά το άρθρο 897 περ. 2 ΚΠολΔ «Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση...αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει...».
Α. Γίνεται δεκτό ότι, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και όταν εκδόθηκε αφού είχε περάσει η συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία έκδοσής της.
Β. Η καθοριζόμενη από τα μέρη, κατά την έγγραφη συμφωνία της διαιτησίας, προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης είναι δυνατό, αναλόγως με τη βούληση των μερών, να αποτελεί είτε διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας οι διαιτητές οφείλουν να εκπληρώσουν την παροχή τους, να εκδώσουν δηλαδή τη διαιτητική απόφαση, και η παρέλευσή της χωρίς να εκδοθεί απόφαση, συνεπάγεται την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική φύση αυτής της προθεσμίας, αν τέτοια βούληση των μερών δεν προκύπτει σαφώς, μπορεί να προκύπτει από το ότι τα μέρη ανέθεσαν στους διαιτητές την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και πέραν της προθεσμίας που έχει ορισθεί, χωρίς τη συναίνεση των μερών.
Γ. Η παύση της ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας επέρχεται με την παρέλευση της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έλαβε χώρα μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία ορίσθηκε νέα προθεσμία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς. Τέτοια σιωπηρή νέα συμφωνία των μερών είναι έγκυρη, καίτοι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, υπάρχει δε και όταν οι διάδικοι, ή ο έχων ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρος τους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας, εμφανισθούν ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και συμμετάσχουν στη διαιτητική διαδικασία, χωρίς να προβάλουν την ήδη επελθούσα παύση της συμφωνίας για διαιτησία (ΑΠ 270/2016, ΑΠ 1975/2009).
Α. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας απαριθμεί στο άρθρο 885 μόνο τρεις περιπτώσεις, για τις οποίες παύει να ισχύει η συμφωνία για διαιτησία, οπότε και μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, ύστερα από αγωγή ακύρωσης, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίησή της, διαφορετικά είναι απαράδεκτη (ΕφΑθ 2496/2020).
Περίπτωση πρώτη (αριθμός 1 άρθρο 885 ΚΠολΔ).
Η συμφωνία παύει να ισχύει, εφ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, αν οι διαιτητές, ή ο επιδιαιτητής, που ορίστηκαν με την συμφωνία, ή κατόπιν όρισαν από κοινού οι συμβαλλόμενοι, πεθάνουν, ή δεν αποδεχθούν τον ορισμό τους και δεν έχουν οριστεί αντικαταστάτες, ή ο τρόπος της αντικατάστασής των.
α) Δεν παύει, όμως, να ισχύει η συμφωνία για διαιτησία, εάν καθένας από τους συμβαλλομένους όρισε τον διαιτητή του και ο διαιτητής αυτός δεν αποδέχθηκε τον ορισμό του και για το λόγο αυτό έγινε νόμιμη αντικατάστασή του. Στην περίπτωση αυτή δεν δημιουργείται λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, ως εκδοθείσας μετά την παύση της ισχύος της συμφωνίας για διαιτησία.
β) Δεν παύει επίσης να ισχύει η συμφωνία για διαιτησία, στην περίπτωση που ο διαιτητής (ή επιδιαιτητής) είχε, κατά το χρόνο του διορισμού του, την προβλεπόμενη από την συμφωνία διαιτησίας υπηρεσιακή ιδιότητα και μεταγενέστερα απώλεσε αυτήν. Η συμμετοχή του στην εκδοθείσα διαιτητική απόφαση, εφ όσον πριν από την έκδοσή της δεν έγινε δεκτή η ανάκληση, ή αντικατάστασή του γι αυτή την αιτία, δεν συνιστά λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης. Δεν θεωρείται ως περίπτωση απώλειας της υπηρεσιακής ιδιότητας η κατά βαθμό προαγωγή δημοσίου λειτουργού (ΑΠ 242/1990).
Περίπτωση δεύτερη (αριθμός 2 άρθρο 885 ΚΠολΔ).
Η συμφωνία παύει να ισχύει, εφ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας, που ορίσθηκε από την ίδια την συμφωνία, ή, η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ή, η προθεσμία που τάσσεται κατά το άρθρο 884 ΚΠολΔ.
Περίπτωση τρίτη (αριθμός 3 άρθρο 885 ΚΠολΔ).
Η συμφωνία παύει να ισχύει, εφ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, αν οι συμβαλλόμενοι συνομολογήσουν έγγραφα την κατάργηση της συμφωνίας.
Β. Κατά την επικρατούσα άποψη της επιστήμης και νομολογίας, το εύρος του ανισχύρου της διαιτητικής συμφωνίας δεν εξαντλείται με τις παραπάνω ρυθμίσεις, γιατί η περιορισμένη περιπτωσιολογία του εν λόγω άρθρου έχει συμπληρωματική μόνο αποστολή (ΕφΑθ 4468/1992, ΕφΑθ 262/2012, ΑΠ 1975/2009, ΑΠ 270/2016).
Γ. Γίνεται δεκτό ότι συμβαλλόμενοι μπορούν με την συμφωνία διαιτησίας να ορίσουν περαιτέρω λόγους παύσεως της συμφωνίας, όπως μεταβολή των συνθηκών, υπαναχώρηση, παραίτηση του δικαιούχου και αποδοχή από τον αντισυμβαλλόμενο του, ακύρωση της συμφωνίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής και καταχρηστικότητα κατ’ άρθρο 281 ΑΚ της συμφωνίας περί διαιτησίας (ΕφΑθ 262/2012).
Δ. Κατά συνέπεια η διαιτητική συμφωνία παύει να ισχύει μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ακόμη και αν ακυρωθεί η τελευταία, επειδή έχει ήδη εκπληρωθεί ο σκοπός της διαιτητικής συμφωνίας, που είναι η έκδοση απόφασης από τους διαιτητές, και δεν αναβιώνει, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμβατική πρόβλεψη.
Ε. Η διαιτητική συμφωνία δεν παύει, όμως, να ισχύει, αν η ακύρωση οφείλεται στην μη νόμιμη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρο 897 αριθμός 3 ΚΠολΔ), ή στην μη νόμιμη εκπροσώπηση κάποιου διαδίκου κατά τη διαιτητική δίκη (άρθρο 897 αριθμός 8 ΚΠολΔ, άρθρο 544 αριθμό 2 ΚΠολΔ), ή αν η ακύρωση οφείλεται στην μη κλήτευση και συνεπώς παντελή έλλειψη ακρόασης κάποιου από τα συμβληθέντα μέρη (άρθρο 897 αριθμός 5 ΚΠολΔ, άρθρο 886 παρ 2 ΚΠολΔ). Στις περιπτώσεις αυτές η διαιτητική συμφωνία επανέρχεται στη ζωή, με αποτέλεσμα η διαφορά, να εξακολουθεί, να υπάγεται στη διαιτησία και όχι στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 1549/1979, ΕφΑθ 3521/1980, ΕφΠειρ 334/2007).
ΣΤ. Γίνεται δεκτό ότι η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και όταν εκδόθηκε αφού είχε περάσει η συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία έκδοσής της. Η καθοριζόμενη από τα μέρη, κατά την έγγραφη συμφωνία της διαιτησίας, προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης είναι δυνατό, αναλόγως με τη βούληση των μερών, να αποτελεί, είτε διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας οι διαιτητές οφείλουν να εκπληρώσουν την παροχή τους, να εκδώσουν δηλαδή τη διαιτητική απόφαση, και η παρέλευσή της χωρίς να εκδοθεί απόφαση, συνεπάγεται την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική φύση αυτής της προθεσμίας, αν τέτοια βούληση των μερών δεν προκύπτει σαφώς, μπορεί να προκύπτει από το ότι τα μέρη ανέθεσαν στους διαιτητές την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και πέραν της προθεσμίας που έχει ορισθεί, χωρίς τη συναίνεση εκείνων (μερών). Η παύση της ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας επέρχεται με την παρέλευση της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έλαβε χώρα μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία ορίσθηκε νέα προθεσμία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς. Τέτοια σιωπηρή νέα συμφωνία των μερών είναι έγκυρη καίτοι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, υπάρχει δε και όταν οι διάδικοι ή ο έχων ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρος τους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας, εμφανισθούν ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και συμμετάσχουν στη διαιτητική διαδικασία, χωρίς να προβάλουν την ήδη επελθούσα παύση της συμφωνίας για διαιτησία (ΑΠ 270/2016, ΑΠ 1975/2009).
Ζ. Γίνεται δεκτό (ΑΠ 1589/90, ΑΠ 1183/85) ότι, αν και η ισχύς της συμφωνίας διαιτησίας δεν παύει με σιωπηρή παραίτηση των συμβαλλομένων, αν ασκηθεί στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια αγωγή, για διαφορά που υπάγεται στην διαιτησία, μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση στον εναγόμενο για συμβατική κατάργηση της συμφωνίας περί διαιτησίας. Στην περίπτωση αυτή, η απάντηση του εναγομένου στην ουσία της αγωγής με δικόγραφο, ή με τις προτάσεις του και η παράλειψή του να επικαλεσθεί την ένσταση διαιτησίας, ισοδυναμούν με αποδοχή της πρότασης, με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται η έγγραφη κατάρτιση αντίθετης σύμβασης και να παύει έτσι να ισχύει η αρχική συμφωνία για διαιτησία (ΕφΑθ 4468/1992).
Οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 897 ΚΠολΔ και είναι (11). Επειδή είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, είναι ανεπίτρεπτη η ερμηνευτική διεύρυνσή τους και δεν περιλαμβάνονται άλλοι, αναλογικώς εφαρμοζόμενοι.
Κατ άρθρο 898 ΚΠολΔ αρμόδιο για την εκδίκαση της ακυρωτικής αγωγής είναι το Εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση και εκδικάζεται κατά την διαδικασία των άρθρων 670 έως 673, 675 και 676 ΚΠολΔ.
Το τακτικό δικαστήριο που δικάζει την ακυρωτική αγωγή δεν μπορεί να ερευνήσει κατ ουσία την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης, αλλά ερευνά μόνο το κύρος αυτής σε σχέση προς τους περιοριστικώς αναγραφομένους στο άρθρο 897 ΚΠολΔ λόγους ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης, που προβάλλονται σ' αυτό με την ακυρωτική αγωγή (ΕφΑθ 1688/1975). Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει την συνδρομή προϋποθέσεων ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης υποχρεούται να ακυρώσει την διαιτητική απόφαση (ΕφΘεσ 2159/1983, ΕφΑθ 4113/2007
Πρώτος Λόγος. «Αν η συμφωνία για διαιτησία είναι άκυρη».
α) Η διάταξη προϋποθέτει άκυρη, αλλά υπαρκτή συμφωνία για διαιτησία. Αν η διαιτητική συμφωνία δεν καταρτίσθηκε, τότε η διαιτητική απόφαση είναι ανύπαρκτη. Αυτό συμβαίνει και όταν η απόφαση εκδόθηκε για αντικείμενο το οποίο δεν είναι επιδεκτικό υπαγωγής σε διαιτησία.
β) Η μη τήρηση του εγγράφου συστατικού τύπου για την διαιτητική συμφωνία, την καθιστά άκυρη και δημιουργεί ακυρωτικό λόγο, εκτός αν η ακυρότητα από την έλλειψη αυτή καλυφθεί με την εμφάνιση των μερών ενώπιον των διαιτητών και την ανεπιφύλακτη συμμετοχή τους στην διαιτητική διαδικασία (869 ΚΠολΔ).
γ) Η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας θεραπεύεται, αν ο διάδικος που ζητά την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, λόγω ακυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας, είχε παραλείψει να προβάλει την ένσταση ακυρότητας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, γιατί η παράλειψη αυτή συνιστά ανεπιφύλακτη συμμετοχή των διαδίκων στην διαιτητική δίκη (869 ΚΠολΔ).
δ) Η ακυρότητα της κυρίας, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, σύμβασης δεν συμπαρασύρει αναγκαίως σε ακυρότητα και την διαιτητική συμφωνία, γιατί έναντι εκείνης, έχει αυτοτέλεια, αυτονομία και αν ακόμη ενταχθεί στο ίδιο έγγραφο και συγχρόνως καταρτιστεί (ΕφΑθ 4113/2007 ΑΠ 1952/2013).
Δεύτερος λόγος. «Λήξη συμφωνίας για διαιτησία».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν η διαιτητική συμφωνία εκδόθηκε, αφού η συμφωνία για την διαιτησία έπαψε να ισχύει.
β) Η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας θεραπεύεται αν ο διάδικος που ζητά την ακύρωση της, είχε παραλείψει να προβάλλει την ένσταση ακυρότητας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, γιατί η παράλειψη αυτή (869 ΚΠολΔ), συνιστά ανεπιφύλακτη συμμετοχή του διαδίκου στη διαιτητική δίκη (ΕφΑθ 4113/2007, ΕφΚερκ 17/2012)
Τρίτος λόγος. «Παραβίαση των όρων της διαιτητικής συμφωνίας».
α) Η διαιτητική απόφαση ακυρώνεται, όταν παραβιαστούν οι όροι της διαιτητικής συμφωνίας και οι υπόλοιπες συναφείς με τον ορισμό των διαιτητών διατάξεις, καθώς και όταν ανακληθούν οι διαιτητές, ή αποφανθούν παρ ότι έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης τους.
β) Ο ορισμός, ή ο τρόπος επιλογής, των διαιτητών και του επιδιαιτητή μπορεί να γίνει με τη διαιτητική συμφωνία, ή με ξεχωριστό έγγραφο, που στην ουσία αποτελεί συμπληρωματικό της διαιτητικής συμφωνίας έγγραφο. Αν παραλειφθεί η επιλογή αυτή από τα μέρη, τότε έχουν εφαρμογή τα άρθρα 872-879 και 883 ΚΠολΔ. Αν η επιλογή γίνεται κατά παράβαση όρου της διαιτητικής συμφωνίας, τότε αυτή απολήγει σε παράνομη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, η οποία στηρίζει ακυρωτικό λόγο της διαιτητικής απόφασης. Κρίσιμος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ορίζονται οι διαιτητές και όχι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης (ΑΠ 242/90, ΑΠ 821/2017).
Τέταρτος λόγος. «Υπέρβαση εξουσίας».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν εκείνοι που εξέδωσαν την διαιτητική απόφαση υπερέβησαν την οριοθετημένη από την διαιτητική συμφωνία δικαιοδοτική εξουσία τους. Για την κρίση, αν πρόκειται για υπέρβαση ή όχι, αποφασιστικά είναι τα όρια που θέτει η διαιτητική συμφωνία, σε συνδυασμό με τα αιτήματα των διαδίκων μερών.
β) Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν, το διαιτητικό δικαστήριο δικάζει αντικείμενο το οποίο δεν εμπίπτει στην διαιτητική συμφωνία, ή αποφαίνεται για ζητήματα για το οποίο δεν έχει υποβληθεί αίτηση από τα διάδικα μέρη (ΑΠ 1368/1986, ΑΠ 537/2007, ΑΠ 870/2019).
γ) Στην υπέρβαση εξουσίας δεν υπάγεται η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο διαιτητής για την παραδοχή, ή την απόρριψη αιτήματος, που του έχει υποβληθεί στηρίζεται, όχι στα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλέστηκαν οι διάδικοι, αλλά σε άλλα που, μολονότι δεν προτάθηκαν, ωστόσο προέκυψαν από το αποδεικτικό υλικό που του υποβλήθηκε, χωρίς πάντως να καταφύγει στις ιδιωτικές γνώσεις του (ΑΠ 1212/2014).
δ) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, όταν εξετάζονται από τον διαιτητή παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 40/2010).
ε) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, όταν ο διαιτητής έκρινε στην ουσία ότι, δεν έλαβε χώρα η κρινόμενη πράξη, ακόμη και με την εκδοχή ότι το αποδεικτικό υλικό ήταν ανεπαρκές για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης και ότι παρέλειψε να τάξει αποδείξεις, αφού η έλλειψη αιτιολογίας της διαιτητικής απόφασης, ή, η εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και η κατ ακολουθίαν αυτής εσφαλμένη ουσιαστική κρίση, αποτελούν ζητήματα για τα οποία δεν δικαιολογείται ακύρωση της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 537/2007).
στ) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το διαιτητικό δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε την σύμβαση στην οποία αναφέρεται η διαφορά, είτε προσδιόρισε την παροχή που καθορίστηκε με την σύμβαση, είτε έκανε κακή εκτίμηση των πραγμάτων (ΑΠ 1055/ 1972 ΕφΑθ 3837/1982).
Πέμπτος λόγος. « Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 891 ΚΠολΔ».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση για παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 891 ΚΠολΔ, όταν η έκδοση της διαιτητικής απόφασης έγινε χωρίς διάσκεψη και ψηφοφορία, ή με παρεμπόδιση, ή παράλειψη συμμετοχής μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου.
β) Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με την συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά αποφασίζουν όλοι από κοινού με τον επιδιαιτητή, κατά πλειοψηφία. Αν δεν σχηματισθεί πλειοψηφία υπερισχύει η γνώμη του επιδιαιτητή. Υποχρέωση προς διάσκεψη και ψηφοφορία ανακύπτει στο Πολυμελές διαιτητικό δικαστήριο. Για την διάσκεψη δεν καθιερώνονται ειδικοί κανόνες, όμως για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να εφαρμοσθούν αναλόγως οι για την έκδοση των αποφάσεων των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων διατάξεις, αφού το διαιτητικό δικαστήριο λειτουργεί ως δικαιοδοτικό υποκατάστατο των τακτικών δικαστηρίων. Κάθε μέλος υποχρεούται να ψηφίσει και αν ακόμη δεν προβλέπεται στην διαιτητική συμφωνία, γιατί αυτό θα αναιρούσε την ουσία του δικαιοδοτικού λειτουργήματος και του διαιτητή, θα ανέτρεπε την σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου και θα προσέκρουε στην σύμβαση παροχής διαιτητικών υπηρεσιών ( ΕφΑθ 4113/2007, ΑΠ 2111/2017).
Έκτος λόγος. «Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 892 ΚΠολΔ».
Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση στις περιπτώσεις.
α) αν το έγγραφο της απόφασης δεν φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου, χωρίς να γίνεται μνεία σε αυτή ότι η έλλειψη υπογραφής οφείλεται σε άρνηση, ή κώλυμα, μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου, αν αυτό είχε κληθεί για την συμμετοχή του στην διαιτητική διαδικασία και τη διάσκεψη. Αν η απόφαση δεν καταχωρήθηκε σε έγγραφο, ή δεν φέρει μία τουλάχιστον υπογραφή μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου.
β) αν δεν γίνεται μνεία του ονοματεπωνύμου μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου, ή διάδικου, ενώ αν αυτή είναι ελλειπής, ή ανακριβής, τότε μόνο στηρίζει ακυρωτικό λόγο, αν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του.
γ) αν έχει παραληφθεί η μνεία του τόπου και του χρόνου έκδοσης της απόφασης στοιχεία, όμως, που αναπληρώνονται από τη, μνεία αυτών στην έκθεση κατάθεσης, που συντάσσεται από την γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου.
δ) αν δεν αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, εφ όσον ο προσδιορισμός της δεν προκύπτει από ερμηνεία αυτής κατά τους κανόνες της καλής πίστης. Δεν απαιτείται παράθεση του κειμένου της
ε) αν δεν περιέχει διατακτικό
στ) αν η διαιτητική απόφαση, με την επιφύλαξη αντιθέτου όρου της διαιτητικής συμφωνίας, δεν περιέχει αιτιολογικό, δηλαδή τα γεγονότα που στηρίζουν το διατακτικό της διαιτητικής απόφασης. Αρκεί η παράθεση των σκέψεων της πλειοψηφίας για το κύρος της απόφασης (ΑΠ 1490/1982, ΕφΑθ 10861/1981, ΕφΑθ 4113/2007, ΕφΚερκ 17/2012, ΑΠ 2111/2017).
Έβδομος λόγος. «Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 886 παρ. 2 ΚΠολΔ».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν παραβιάστηκαν διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι κατά την διαιτητική διαδικασία, τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται τα μέρη να παραστούν κατά τις συζητήσεις και αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως, τους ισχυρισμούς τους και προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.
β) Με τη διάταξη αυτή, που περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιβάλλεται η τήρηση, κατά την διεξαγωγή της διαιτησίας, των αρχών της ισότητας και της ακρόασης των διαδίκων. Ειδικότερα, η πρώτη από τις αρχές αυτές πραγματώνεται, όταν κανένας από τους διαδίκους δεν αποκτά σε σχέση με τους λοιπούς ιδιαίτερα δικαιώματα και δεν απαλλάσσεται από επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις σε δικονομικό επίπεδο, ενώ η δεύτερη αρχή, δηλαδή της ακρόασης, που θεμελιώνεται και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εξασφαλίζεται με την παροχή σε όλους τους διαδίκους της ευχέρειας, αφ ενός μεν να παραστούν κατά τις συζητήσεις της διαφοράς και να υποβάλλουν τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά τους μέσα, ύστερα από σχετική προς αυτούς κλήτευση των διαιτητών, αφ ετέρου δε να πληροφορηθούν και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα των αντιδίκων τους (ΑΠ 40/2010, ΑΠ 1807/2014, ΑΠ 821/2017).
γ) Η υποχρέωση κλήτευσης και ακρόασης των διαδίκων υπάρχει μόνο κατά τις συνεδριάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, κατά τις οποίες συζητείται η διαφορά και κατά τις οποίες οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους, να προσκομίσουν τα αποδεικτικά τους μέσα και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των αντιδίκων τους, αφού μόνο τότε η παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, να άγει δηλαδή το διαιτητικό δικαστήριο σε διαφορετική κρίση επί της διαφοράς, εκ του λόγου ότι δεν ακροάστηκε του ετέρου διαδίκου (AΠ 1441/2000, ΑΠ 821/2017).
δ) Δεν υπάρχει παραβίαση των αρχών της διαιτητικής διαδικασίας από μόνο το λόγο ότι, μετά την κίνηση της διαδικασίας της διαιτησίας, με την έγγραφη προσφυγή του ενός των μερών, ο αντίδικός του υπέβαλε στο ίδιο δικαστήριο αντίθετη προσφυγή, που συνεκδικάστηκε με την πρώτη, χωρίς να κληθεί ο αρχικά προσφεύγων να απαντήσει στο δικόγραφό της κατά την προδικασία, πριν δηλαδή τον ορισμό δικασίμου για τη συνεκδίκασή τους. Και τούτο, γιατί παραβίαση των ως άνω αρχών, θεμελιωτική του προαναφερθέντος λόγου ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, συνιστά μόνο η στέρηση των παραπάνω δικονομικών ευχερειών από τον ένα των διαδίκων της διαιτητικής δίκης (ΑΠ 1779/1999, ΑΠ 821/2017).
Όγδοος λόγος. «Αντίθεση προς τις διατάξεις της δημόσιας τάξης».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν αντίκειται σε διατάξεις δημόσιας τάξης. Ως κανόνες δημόσιας τάξης νοούνται θεμελιώδεις, πολιτικές κοινωνικές ή ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, δηλαδή, όλοι οι αναγκαστικοί κανόνες δικαίου, των οποίων η εφαρμογή δεν μπορεί να αποκλειστεί διαμέσου της ιδιωτικής βούλησης. Κρίσιμος χρόνος για την διαπίστωση τυχόν αντίθεσης στην δημόσια τάξη είναι εκείνος κατά τον οποίον εκδόθηκε η απόφαση (ΑΠ 350/1979, ΕφΑθ 2397/1989, (ΕφΑθ 4113/2007).
β) Η αντίθεση στην δημόσια τάξη πρέπει να ερευνάται με βάση το διατακτικό της απόφασης, αλλά μπορεί να αναφέρεται και στις αιτιολογίες, γενικότερα δε στο περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, που περιέχουν στοιχεία διατακτικού, μπορεί να αναφέρεται, τόσο στις ουσιαστικές διατάξεις της διαιτητικής απόφασης, όσο και σε ζητήματα διαδικαστικά (ΟλΑΠ 1572/1981, ΕφΑθ 4113/2007, ΑΠ 359/2018, ΑΠ 366/016).
Ένατος λόγος. «Αντίθεση στα χρηστά ήθη»
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν το διατακτικό της αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή σε θεμελιώδεις αντιλήψεις που αποτελούν άγραφους κανόνες, χωρίς νομικές κυρώσεις, οι οποίοι χωρίς να εντάσσονται στο έθιμο, εφαρμόζονται όμως για μακρό χρονικό διάστημα.
β) Ο λόγος ιδρύεται, όταν η αντίθεση προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή όχι μόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της. Η ανεπαρκής, όμως, αιτιολογία της διαιτητικής απόφασης, ή, η ενδεχομένη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νομικών κανόνων, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν τον εν λόγω λόγο ακύρωσης, εφ όσον με αυτούς, σε συσχετισμό προς το διατακτικό της απόφασης, δεν παράγεται κατάσταση αντίθετη προς θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ή ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής εννόμου τάξης (ΑΠ 350/1970, ΕφΑθ 3459/2003, ΑΠ 366/2016, ΑΠ 2111/2017).
γ) Αν η αντίθεση στα χρηστά ήθη αφορά την διαιτητική συμφωνία δεν δημιουργείται ο ακυρωτικός λόγος (ΕφΑθ 3837/1982, (ΕφΑθ 4113/2007).
Δέκατος λόγος. «Απόφαση ακατάληπτη, ή περιέχουσα αντιφατικές διατάξεις».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν είναι ακατάληπτη, ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις.
β) Ακατάληπτη θεωρείται η απόφαση, η οποία έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορεί να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο της. Η έλλειψη αυτή πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει, όταν, εξ αιτίας αυτής, η απόφαση καθίσταται ανεπίδεκτη εκτέλεσης. Αντιθέτως, αν η παράλειψη δεν είναι σοβαρή, αλλά μπορεί να αρθεί με ερμηνεία της απόφασης, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος ακύρωση, καθ όσον η έλλειψη συμπληρώνεται με την ερμηνεία της απόφασης.
γ) Το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα εντοπίζονται στο διατακτικό της απόφασης και πρέπει να προκαλείται από αυτές αοριστία, ώστε να μην μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση, ή να παραγάγει τις άλλες συνέπειές της. Οποιαδήποτε τυχόν αντίφαση των αιτιολογιών μεταξύ τους, που έχει την μορφή ανεπαρκών αιτιολογιών, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 441/2000, ΑΠ 1601/2009, ΕδΑθ 3459/2003 ).
δ) Εν όψει ότι η ουσία της διαιτητικής απόφασης συνίσταται στην εκτέλεση της, η οποία συνδέεται και εξαρτάται από το διατακτικό της, το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα της διαιτητικής απόφασης επάγονται ακυρότητα αυτής, εφ όσον εντοπίζονται στο διατακτικό της, αφού τότε μόνο παράγεται αοριστία, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της, ή την παραγωγή των άλλων εννόμων συνεπειών της.
ε) Αντιθέτως, δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αυτής. Διάφορο, βεβαίως, του ακατάληπτου, με την ανωτέρω έννοια, αιτιολογικού είναι το εσφαλμένο αιτιολογικό, το οποίο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή, όταν έχει τα προσόντα διατακτικού, θεμελιώνει έννομο συμφέρον του νικήσαντος (βάσει του διατακτικού) διαδίκου για την άσκηση ενδίκων μέσων. Το ακατάληπτο, όμως, αιτιολογικό, εκ μόνου του γεγονότος τούτου, δηλαδή, ότι είναι ακατάληπτο, δεν είναι και εσφαλμένο, για αυτό, εφ όσον είναι μόνο ακατάληπτο, το δικαστήριο χωρεί στην αντικατάσταση, ερμηνεία, συμπλήρωση, ή διευκρίνηση του, χωρίς να θίγεται η απόφαση, όπως ακριβώς και με το εσφαλμένο αιτιολογικό, χωρίς, όμως, τα προσόντα του διατακτικού ( ΕφΙωαν 69/2006).
στ) Η ύπαρξη αντιφατικών απλώς αιτιολογιών, ή, η διαπίστωση αντιφάσεων μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της απόφασης, όταν οι αιτιολογίες δεν επέχουν θέση διατακτικού, δεν θεμελιώνουν τον παραπάνω λόγο ακύρωσης, αλλά ενδεχομένως τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 966/2012, ΑΠ 1212/2014).
Ενδέκατος λόγος. «Απόφαση υποκειμένη σε αναψηλάφηση».
Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αναψηλάφησης, που προβλέπονται στο άρθρο 544 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 545 ΚΠολΔ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Σημειώνεται ότι, μεταξύ των λόγων ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού νόμου, ούτε η κακή των πραγμάτων εκτίμηση κατά την, μετά από εξέταση των διαφορών που υποβλήθηκαν στους διαδίκους, παραδοχή, ή απόρριψη, από αυτούς των σχετικών εκατέρωθεν αξιώσεων ( ΑΠ 906/1993).
Σημειώνεται ότι οι αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατά την διάρκεια της διαιτησίας, δεν ελέγχονται με αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, εκτός αν η διαιτητική απόφαση είναι ανύπαρκτη για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 313 ΚΠολΔ.
Α. Η διαιτητική συμφωνία αποτελεί ιδιαίτερη δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κυρία σύμβαση και είναι ανεξάρτητος και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη. Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας έχει ως συνέπεια το ανεπηρέαστο αυτής από την τύχη της κυρίας σύμβασης, ούτως ώστε η ακυρότητα της τελευταίας, να μην συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την διαιτητική συμφωνία ((ΑΠ 816/1983).
Β. Στην περί διαιτησίας συμφωνία υπάγονται όλες οι υφιστάμενες, ή μελλοντικές, διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία, ή την εκτέλεση της σύμβασης στην οποίαν αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος, ή, η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά, η οποία αφορά απαιτήσεις, ή υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν σχέση με την σύμβαση, ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτή, σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, ως και απαιτήσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από την σύμβαση, καθ όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση (ΑΠ 825/77, ΑΠ 441/82).
Γ. Η συμφωνία διαιτησίας είναι επιτρεπτή μόνον όταν υπάρχει ρητή και σαφής δήλωση των μερών, να αποκλείσουν από την δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων συγκεκριμένη και ατομικώς καθοριζόμενη έννομη σχέση και συνεπώς η δήλωση των μερών για υπαγωγή σε διαιτησία είναι στενώς ερμηνευτέα, δηλαδή, η διαιτητική ρήτρα, για να είναι έγκυρη, πρέπει να ορίζει ρητώς τις διαφορές, που θα επιλυθούν με διαιτησία (ΑΠ 1733/2009).
Δ. Κατά την διάταξη του άρθρου 867 ΚΠολΔ, διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που την συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 663 δεν μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία.
Ε. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 869 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας, δύναται, να αποτελέσει, ότι αποτελεί και αντικείμενο δίκης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, δηλαδή κάθε διαφορά ιδιωτικού δικαίου, αναφυείσα ήδη, ή μέλλουσα να προκύψει από ορισμένη έννομη σχέση, εάν οι ενδιαφερόμενοι έχουν την εξουσία ελευθέρας διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς και δεν πρόκειται για τις διαφορές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 663 ΚΠολΔ.
ΣΤ. Κατά την διάταξη του άρθρου 869 παρ. 2 ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων (ΑΠ 1219/2014, ΑΠ 1281/2019, ΜονΠρΠειρ 585/2020).
Ζ. Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΜονΠρΠειρ 585/2020).
Η. Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια. Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από την φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από την σχετική συμφωνία ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον με ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Καταλαμβάνονται, όμως, από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία (ΑΠ 1281/2019 ΜονΠρΠειρ 585/2020).
Θ. Αντικείμενο της περί διαιτησίας συμφωνίας δύναται να αποτελέσει και η διαφορά η οποία ανακύπτει από αδικοπραξία ενός των συμβαλλομένων, ή των προσώπων για τα οποία ευθύνεται αυτός (ΑΠ 550/1996, ΑΠ 448/69). Στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην σύμβαση, αλλά και στην αδικοπραξία, ή στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι εξωσυμβατικές αυτές αξιώσεις υπάγονται στην διαιτησία, εφ όσον αυτές, ανεξαρτήτως της νομικής των θεμελίωσης, συνδέονται με τις αξιώσεις από την σύμβαση, για τις οποίες υπάρχει διαιτητική ρήτρα (ΕφΑθ 5522/2002).
Ι. Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας, έναντι της ουσιαστικής σύμβασης στην οποίαν αφορά, την καθιστά ισχυρή ακόμη και μετά την κατάργηση, ή λήξη ισχύος της ουσιαστικής σύμβασης, και δεν παραμένει ισχυρά μόνο καθ ον χρόνο διαρκεί η ισχύς της τελευταίας, αντιθέτως μάλιστα, συνήθως δε, μετά την λήξη της ισχύος της ουσιαστικού δικαίου σύμβασης, η διαιτητική συμφωνία παράγει τα αποτελέσματά της.
ΙΑ. Ανακύπτει δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρώσεως της σύμβασης, που πλήττουν και την ίδια την διαιτητική ρήτρα, αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής, από την οποία και μόνον απορρέει (ΑΠ 1281/2019).
Α. Η ανεξαρτησία του διαιτητή απορρέει από την δικαιοδοτική του ιδιότητα ως τρίτου κριτή. Ο διαιτητής παραμένει πάνω από τους διαδίκους και τους αντιτιθέμενους ισχυρισμούς τους, και πάνω από το πραγματικό υλικό, το οποίο τίθεται υπ όψιν του και πρόκειται να κριθεί από αυτόν.
Β. Με το πραγματικό υλικό ο διαιτητής πρέπει, να έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με την δικαιοδοτική του ιδιότητα ως διαιτητή, με τρόπο που να αποκλείει τον επηρεασμό του από οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σε αυτό. Η προηγούμενη ενασχόληση του με την ίδια υπόθεση, με την ιδιότητα του μάρτυρα, ή του πραγματογνώμονα, ή του συμβούλου, αποτελεί λόγο εξαίρεσής του.
Γ. Ο διαιτητής απαγορεύεται, να χρησιμοποιεί τις ιδιωτικές του γνώσεις κατά την κρίση της διαφοράς. Αν χρησιμοποιήσει τις ιδιωτικές του γνώσεις, αποβάλλει την ιδιότητά του ως τρίτου κριτή, μεταβάλλεται σε μάρτυρα στην κρινόμενη απ τον ίδιο υπόθεση και θεμελιώνει την απόφασή του σε στοιχεία, που ο ίδιος συνέλεξε ιδιωτικά. Οι πηγές των γνώσεών του αποβαίνουν απρόσιτες και ανέλεγκτες, ως προς τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποκλείουν την ίση επιρροή των διαδίκων στο περιεχόμενο και την εξέλιξη της διαδικασίας.
Δ. Συνεπώς, ενεργεί με τρόπο ασυμβίβαστο προς την ιδιότητά του ως τρίτου κριτή, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που πηγάζει αμέσως από τη δικαιοδοτική του ιδιότητα και την αρχή της ακρόασης και των δύο πλευρών και καθιστά την απόφασή του ακυρωτέα κατά τα άρθρα 886 παρ. 2 και 897 παρ. 5 ΚΠολΔ.
Ε. Τα παραπάνω, δεν πρέπει, να συγχέονται με την περίπτωση, που ο διαιτητής, προκειμένου να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, αντλεί από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και από το «αποδεικτικό υλικό», που προσκόμισαν οι ίδιοι οι διάδικοι, πραγματικά, κατά την «ανέλεγκτη» κρίση του, περιστατικά, τα οποία αυτοί δεν επικαλέστηκαν ρητά. Στην περίπτωση αυτή, ο διαιτητής έρχεται σε επαφή με το αποδεικτικό υλικό και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων για πρώτη φορά με την δικαιοδοτική του ιδιότητα, χωρίς να μπορεί να γίνει λόγος για επηρεασμό του από οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σε αυτό, ή, για χρησιμοποίηση των ιδιωτικών του γνώσεων κατά την κρίση της διαφοράς, ή πραγματικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος.
ΣΤ. Αν και, μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο διαιτητής, να παραβαίνει την αρχή για μη «αυτεπάγγελτη ενέργεια», εν τούτοις, αν και η αρχή αυτή στα πλαίσια του αστικού δικονομικού δικαίου έχει αναχθεί σε λόγο αναίρεσης (άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ), δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 40/2010).
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρο 899 ΚΠολΔ η άσκηση της αγωγής για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης.
Εφ όσον όμως η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, μπορεί, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή, με ή χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης (ΕφΑθ 8815/2002, ΕφΑθ 4953/2010).
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 902 ΚΠολΔ στα επιμελητήρια, στα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και στις επαγγελματικές ενώσεις προσώπων, οι οποίες αποτελούν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, μπορούν, με προηγούμενη γνωμοδότηση του διοικητικού τους συμβουλίου, να οργανώνονται μόνιμες διαιτησίες, με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του υπουργού της δικαιοσύνης και του υπουργού που έχει την εποπτεία του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου, ή της ένωσης. Τα διατάγματα ορίζουν ποιες διαφορές μπορούν να υπαχθούν στην διαιτησία κάθε επιμελητηρίου, χρηματιστηρίου, ή ένωσης, καθώς και τις λεπτομέρειες και οργάνωση της διαιτησίας.
Β. Τα ίδια διατάγματα μπορούν, κατ απόκλιση από τις διατάξεις του ΚΠολΔ περί διαιτησίας, να ορίζουν, α) αντί για το μονομελές πρωτοδικείο, να αποφασίζουν στις περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 παρ. 2 και 824 ΚΠολΔ, ο πρόεδρος, ή το διοικητικό συμβούλιο, ή επιτροπή από συμβούλους του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου, ή της ένωσης, β) την υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο διαιτητών, που συντάσσεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα από το επιμελητήριο, το χρηματιστήριο, ή την ένωση, γ) την διαιτητική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 ΚΠολΔ, δ) το ουσιαστικό δίκαιο, που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και οι διαιτητές, ε) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την τήρηση όμως των διατάξεων του άρθρου 892 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Γ. Με βάση την πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 902 ΚΠολΔ, εκδόθηκε το πδ. 723/1979 «περί συστάσεως παρά τω Τεχνικώ Επιμελητηρίω της Ελλάδος μονίμου διαιτησίας». Στο άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι, η μόνιμος διαιτησία αφορά επίλυση τεχνικών διαφορών, ως «τεχνικών διαφορών» νοουμένων των πάσης φύσης διαφορών, που προέρχονται από συμβάσεις μελέτης, εκτέλεσης, συντήρησης, λειτουργίας, ή πάσης άλλης αναλόγου επέμβασης επί τεχνικών έργων, κατασκευών, εγκαταστάσεων και εν γένει επί θεμάτων, που εμπίπτουν στις επιστημονικές γνώσεις, ή εμπειρίας, των μελών.
Δ. Κατά συνέπεια αποκλείεται η υπαγωγή στην διαιτησία του ΤΕΕ διαφορών, που δεν είναι «τεχνικές». Μη «τεχνικές» είναι οι διαφορές, που ανακύπτουν
α) από την αμφισβήτηση για την σύναψη, ή το περιεχόμενο της σύμβασης, ή την προβολή ισχυρισμού περί εικονικότητας της σύμβασης, αφού για την επίλυσή τους, απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις της νομικής επιστήμης (ΑΠ 536/2007).
β) από σύμβαση εργολαβίας, αφορούν όμως στο έγκυρο, ή μη της καταγγελίας της, την οφειλόμενη εξ αιτίας αυτής αμοιβή του εργολάβου για το εκτελεσθέν έργο, ή το ύψος της αποζημίωσης του εργοδότη για την παράνομη και αντισυμβατική καταγγελία της σύμβασης και τα τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, ή την κατάπτωση της εγγύησης καλής εκτέλεσης του έργου (ΑΠ 713/2017).
γ) από σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, έστω και αν το αντικείμενο της συγκεκριμένης εμπορικής δραστηριότητας είναι τεχνικό έργο, κατασκευή, ή εγκατάσταση, όπως είναι οι εισαγόμενες προκατασκευασμένες οικοδομές από φυσικούς κορμούς δένδρων, αφού στην περίπτωση αυτή το άμεσο αντικείμενο της σύμβασης είναι η σχέση της εμπορικής αντιπροσωπείας και όχι η μελέτη, εκτέλεση, συντήρηση, λειτουργία, τεχνικού έργου κατασκευής, ή εγκαταστάσεως, άλλη ανάλογη επέμβαση επί τέτοιου έργου κατασκευής ή εγκαταστάσεως, ή άλλο θέμα που να εμπίπτει στις επιστημονικές γνώσεις ή εμπειρίες των μελών του ΤΕΕ (ΑΠ 1610/2008)
Ε. Επομένως, αν με συμφωνία, υπαχθεί στη μόνιμη διαιτησία του ΤΕΕ οποιαδήποτε άλλη διαφορά, που δεν είναι «τεχνική», η σχετική διαιτητική απόφαση είναι ακυρώσιμη, γιατί, οι διαιτητές που την εξέδωσαν, στηριχθήκαν σε υπαρκτή συμφωνία περί διαιτησίας, αλλά υπερέβησαν την εξουσία, που τους παρέχει ο νόμος (ΑΠ 713/2017, ΑΠ 98/2016, ΑΠ 1596/2013, ΑΠ 1610/2008, ΕφΑθ 6340/2011).
ΣΤ. Ως υπέρβαση εξουσίας νοείται η περίπτωση κατά την οποία οι διαιτητές δίκασαν για αντικείμενο το οποίο δεν είχε υποβληθεί σε αυτούς με την συμφωνία για την διαιτησία, ή κείται πέραν αυτής. Δεν αποτελεί, όμως, υπέρβαση εξουσίας η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ή, η κακή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών από το διαιτητικό Δικαστήριο κατά την μετά από εξέταση της ενώπιον του διαφοράς, παραδοχή, ή απόρριψη, των σχετικών αξιώσεων των προσώπων που συνομολόγησαν την συμφωνία περί διαιτησίας (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 40/2010, ΑΠ 2049/2006).
Ζ. Κατά τα λοιπά στις διαιτησίες του ΤΕΕ εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 867 - 900 ΚΠολΔ περί διαιτησίας, επειδή δε, η διάταξη του ΚΠολΔ με την οποία θεσπίζεται η ακυρωσία των διαιτητικών αποφάσεων είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου, η παραβίασή της ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 713/2017).
Α. Από το συνδυασμό των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία, με συμφωνία, οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη σχέση (πλην των εργατικών διαφορών), αν εκείνοι, που την συνομολόγησαν έχουν την εξουσία, να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές αυτές δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικώς, αλλά αρκεί στην διαιτητική συμφωνία να υπάρχει σχετική γενική ρήτρα με την διατύπωση ότι στην περί διαιτησίας συμφωνία υπάγονται οι από τη σύμβαση μέλλουσες να προκύψουν διαφορές, ή με άλλη παρόμοια διατύπωση.
Β. Η συμφωνία καταρτίζεται εγγράφως. Έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων. Αν αυτοί που συνομολόγησαν την συμφωνία εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η έλλειψη εγγράφου θεραπεύεται.
Γ. Η συμφωνία για διαιτησία μπορεί να γίνει και ενώπιον δικαστηρίου, ή εντεταλμένου δικαστή κατά την συζήτηση της υπόθεσης. Αν είναι εκκρεμής δίκη σε δικαστήριο, η συμφωνία για διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά την συζήτηση, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στην διαιτησία, διατηρούνται, όμως, οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται στο δικαστήριο με κλήση.
Δ. Διαιτητές μπορούν να οριστούν ένας, ή περισσότεροι, ως και δικαστές (μονομελής διαιτησία), ή ολόκληρο δικαστήριο. Δεν μπορεί να ασκήσει διαιτητικά έργα δικαστής, που δεν έχει συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνολική δικαστική υπηρεσία.
Ε. Αν με την συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζονται οι διαιτητές, ή ο τρόπος του ορισμού τους, το κάθε μέρος ορίζει ένα διαιτητή. Συμφωνία με την οποία ορίζεται ότι το ένα από τα μέρη θα ορίσει διαιτητή και για το άλλο μέρος, ή, ότι τα μέρη μπορούν να ορίσουν άνισο αριθμό διαιτητών, είναι άκυρη
ΣΤ. Αν οι διαιτητές δεν ορίζονται με την συμφωνία για διαιτησία, το κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καλέσει το άλλο εγγράφως να ορίσει το διαιτητή, ή τους διαιτητές, μέσα σε προθεσμία (8) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, γνωστοποιώντας στο έγγραφο και τον διαιτητή, ή τους διαιτητές, που το ίδιο ορίζει. Το μέρος στο οποίο απευθύνεται η κλήση οφείλει, μέσα στην οριζόμενη προθεσμία, να ανακοινώσει σε εκείνον που το καλεί, το διαιτητή ή τους διαιτητές που αυτό ορίζει.
Ζ. Αν ο διαιτητής, που όρισε ένα από τα μέρη, πεθάνει, ή, για οποιοδήποτε λόγο αρνείται, ή κωλύεται, να διενεργήσει την διαιτησία, ή εξαιρεθεί, το άλλο μέρος μπορεί να καλέσει εγγράφως το μέρος που όρισε αυτόν τον διαιτητή να ορίσει άλλον μέσα σε προθεσμία (8) τουλάχιστον εργασίμων ημερών. Το μέρος στο οποίο απευθύνεται η κλήση οφείλει μέσα στην οριζόμενη προθεσμία να ανακοινώσει σε εκείνον που το καλεί το διαιτητή που αυτό ορίζει.
Η. Αν κατά την συμφωνία για διαιτησία τρίτος ορίζει το διαιτητή, ή τους διαιτητές, καθένα από τα μέρη μπορεί, να καλέσει τον τρίτο εγγράφως να ορίσει, μέσα σε προθεσμία (8) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, τον διαιτητή ή τους διαιτητές και να το ανακοινώσει σε εκείνον που καλεί.
Θ. Αν δεν οριστεί εμπρόθεσμα ο διαιτητής, ή οι διαιτητές, και η συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζει διαφορετικά, τους ορίζει με αίτηση το μονομελές πρωτοδικείο. Αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ορίζει η συμφωνία ότι θα διενεργηθεί η διαιτησία, διαφορετικά το μονομελές πρωτοδικείο της κατοικίας όποιου υποβάλλει την αίτηση ή, αν δεν υπάρχει κατοικία, της διαμονής του. Αν δεν υπάρχει και διαμονή, το μονομελές πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους. Η αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και έχουν δικαίωμα να την υποβάλουν και τα μέρη που συνομολόγησαν την συμφωνία για διαιτησία. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Αίτηση για ανάκληση, ή για μεταρρύθμιση, της απόφασης είναι απαράδεκτη μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας.
Ι. Ο διαιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί το διορισμό του. Όποιος αποδέχτηκε τον ορισμό του ως διαιτητή, μπορεί για σοβαρό λόγο να αρνηθεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα του, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.
ΙΑ. Το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει το μισό της αμοιβής του διαιτητή, το οποίο ορίζεται από τον νόμο. Με την διαιτητική απόφαση γίνεται ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων της διαιτησίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα.
ΙΒ. Αν η διεξαγωγή της διαιτησίας, ή η έκδοση της διαιτητικής απόφασης, καθυστερεί και δεν ορίζεται με την συμφωνία προθεσμία για την έκδοσή της, το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση ενός από τα μέρη τάσσει εύλογη προθεσμία για τον παραπάνω σκοπό. Η αίτηση δικάζεται κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, αλλά μετά τη δημοσίευσή της μπορεί να ανακληθεί, ή μεταρρυθμισθεί από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύπτουν νέα πραγματικά περιστατικά, ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από την οποία εκδόθηκε (ΑΠ 906/1993).
ΙΓ. Η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει κατά τους όρους της συμφωνίας. Εφ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια την συμφωνία, η συμφωνία παύει, α) αν οι διαιτητές πεθάνουν, ή δεν αποδεχτούν τον ορισμό τους και δεν έχουν οριστεί αντικαταστάτες, ή ο τρόπος της αντικατάστασής τους, β) αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας, που ορίστηκε από την ίδια τη συμφωνία, ή, η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ή, η προθεσμία που έχει ορισθεί από το δικαστήριο και γ) αν οι συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν εγγράφως την κατάργηση της συμφωνίας.
ΙΔ. Κατά την διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως, τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά με την συμφωνία, η υπόθεση δικάζεται και αν τα συμβαλλόμενα μέρη, ή ένα από αυτά, δεν προσέλθουν, ή δεν αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους, ή δεν προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.
ΙΕ. Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τον διαιτητή. Αν κάποιος από τους διαιτητές, αρνείται, ή κωλύεται, να υπογράψει, πρέπει αυτό να βεβαιώνεται στο έγγραφο της απόφασης καθώς και ότι εκείνος που αρνείται, ή κωλύεται, έλαβε μέρος στην διαιτητική διαδικασία και στην διάσκεψη, και να υπογράφεται από την πλειοψηφία των διαιτητών.
ΙΣΤ. Η διαιτητική απόφαση ολοκληρώνεται από τη στιγμή που θα υπογραφεί. Ο διαιτητής είναι υποχρεωμένος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από την συμφωνία διαιτησίας, να καταθέσει το πρωτότυπο της διαιτητικής απόφασης στην γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκε και να παραδώσει αντίγραφά της σε αυτούς που συνομολόγησαν την συμφωνία διαιτησίας.
ΙΖ. Οι αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την διάρκεια της διαιτησίας, δεν ελέγχεται από άποψη νομιμότητας, με αγωγή ακύρωσης κατά της διαιτητικής απόφασης, εκτός αν είναι ανύπαρκτη για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 313 ΚΠολΔ.
ΙΗ. Με αίτηση ενός από αυτούς που συνομολόγησαν την συμφωνία, μπορεί, με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 315 και 316 ΚΠολΔ, να γίνει διόρθωση, ή ερμηνεία, της διαιτητικής απόφασης από εκείνους που την εξέδωσαν.
ΙΘ. Η διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ.
Κ. Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Μπορεί, όμως, να ακυρωθεί ολικά, η εν μέρει, με δικαστική απόφαση, ύστερα από αγωγή ακύρωσης, η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ.. από το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε, μόνο για τους περιοριστικά καθοριζόμενους στο άρθρο 897 ΚΠολΔ λόγους, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίησή της, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν εκείνοι που συνομολόγησαν την συμφωνία για την διαιτησία και καθ ένας που έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή απευθύνεται εναντίον όλων όσων συνομολόγησαν την συμφωνία διαιτησίας. Η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης αγωγής ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης πριν από την έκδοσή της είναι άκυρη. Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφ όσον, όμως η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης. Κατά της ακυρωτικής απόφασης του Εφετείου επιτρέπεται άσκηση αίτησης αναίρεσης (βλ. ανάρτηση «Ακύρωση διαιτητικής απόφασης»).
Α. Η διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ, και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.
Β. Η διαιτητική απόφαση μπορεί, να ακυρωθεί ολικά ή μερικά, με δικαστική απόφαση, ύστερα από αγωγή ακύρωσης, η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ.. από το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε, μόνο για τους περιοριστικά καθοριζόμενους στο άρθρο 897 ΚΠολΔ λόγους, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίησή της, ανεξάρτητα αν έχει κατατεθεί ή όχι κατά τους ορισμούς του άρθρου 893 παρ. 2 ΚΠολΔ, διαφορετικά είναι απαράδεκτη (ΕφΑθ 2496/2020).
Την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν εκείνοι που συνομολόγησαν την συμφωνία για την διαιτησία και καθ ένας που έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή απευθύνεται εναντίον όλων όσων συνομολόγησαν την συμφωνία διαιτησίας. Η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης αγωγής ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, πριν από την έκδοσή της, είναι άκυρη.
Γ. Η άσκηση της αγωγής ακύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφ όσον, όμως, η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης.
Δ. Το ακυρωτικό δικαστήριο, δικάζοντας την ακυρωτική αγωγή, δεν μπορεί να ερευνήσει κατ ουσία την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης, αλλά ερευνά, μόνο, το κύρος αυτής, σε σχέση με τους περιοριστικώς αναγραφόμενους λόγους ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης, που προβάλλονται σε αυτό με την ακυρωτική αγωγή. Η εφαρμογή των λόγων ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ελέγχεται αναιρετικά με τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 40/2010, ΑΠ 1212/2014).
Ε. Οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 897 ΚΠολΔ και είναι (11). Επειδή είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, είναι ανεπίτρεπτη η ερμηνευτική διεύρυνσή τους και δεν περιλαμβάνονται άλλοι, αναλογικώς εφαρμοζόμενοι.
ΣΤ. Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος Λόγος. «Αν η συμφωνία για διαιτησία είναι άκυρη».
α) Η διάταξη προϋποθέτει άκυρη, αλλά υπαρκτή συμφωνία για διαιτησία. Αν η διαιτητική συμφωνία δεν καταρτίσθηκε, τότε η διαιτητική απόφαση είναι ανύπαρκτη. Αυτό συμβαίνει και όταν η απόφαση εκδόθηκε για αντικείμενο το οποίο δεν είναι επιδεκτικό υπαγωγής σε διαιτησία.
β) Η μη τήρηση του εγγράφου συστατικού τύπου για την διαιτητική συμφωνία, την καθιστά άκυρη και δημιουργεί ακυρωτικό λόγο, εκτός αν η ακυρότητα από την έλλειψη αυτή καλυφθεί με την εμφάνιση των μερών ενώπιον των διαιτητών και την ανεπιφύλακτη συμμετοχή τους στην διαιτητική διαδικασία (869 ΚΠολΔ).
γ) Η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας θεραπεύεται, αν ο διάδικος που ζητά την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, λόγω ακυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας, είχε παραλείψει να προβάλει την ένσταση ακυρότητας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, γιατί η παράλειψη αυτή συνιστά ανεπιφύλακτη συμμετοχή των διαδίκων στην διαιτητική δίκη (869 ΚΠολΔ).
δ) Η ακυρότητα της κυρίας, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, σύμβασης δεν συμπαρασύρει αναγκαίως σε ακυρότητα και την διαιτητική συμφωνία, γιατί έναντι εκείνης, έχει αυτοτέλεια, αυτονομία και αν ακόμη ενταχθεί στο ίδιο έγγραφο και συγχρόνως καταρτιστεί (ΕφΑθ 4113/2007).
Δεύτερος λόγος. «Λήξη συμφωνίας για διαιτησία».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν η διαιτητική συμφωνία εκδόθηκε, αφού η συμφωνία για την διαιτησία έπαψε να ισχύει.
β) Η ακυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας θεραπεύεται αν ο διάδικος που ζητά την ακύρωση της, είχε παραλείψει να προβάλλει την ένσταση ακυρότητας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, γιατί η παράλειψη αυτή (869 ΚΠολΔ), συνιστά ανεπιφύλακτη συμμετοχή του διαδίκου στη διαιτητική δίκη (ΕφΑθ 4113/2007, ΕφΚερκ 17/2012)
Τρίτος λόγος «Παραβίαση των όρων της διαιτητικής συμφωνίας».
α) Η διαιτητική απόφαση ακυρώνεται, όταν παραβιαστούν οι όροι της διαιτητικής συμφωνίας και οι υπόλοιπες συναφείς με τον ορισμό των διαιτητών διατάξεις, καθώς και όταν ανακληθούν οι διαιτητές, ή αποφανθούν παρ ότι έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης τους.
β) Ο ορισμός, ή ο τρόπος επιλογής, των διαιτητών και του επιδιαιτητή μπορεί να γίνει με τη διαιτητική συμφωνία, ή με ξεχωριστό έγγραφο, που στην ουσία αποτελεί συμπληρωματικό της διαιτητικής συμφωνίας έγγραφο. Αν παραλειφθεί η επιλογή αυτή από τα μέρη, τότε έχουν εφαρμογή τα άρθρα 872-879 και 883 ΚΠολΔ. Αν η επιλογή γίνεται κατά παράβαση όρου της διαιτητικής συμφωνίας, τότε αυτή απολήγει σε παράνομη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, η οποία στηρίζει ακυρωτικό λόγο της διαιτητικής απόφασης. Κρίσιμος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ορίζονται οι διαιτητές και όχι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης (ΑΠ 242/90, ΑΠ 821/2017).
Τέταρτος λόγος «Υπέρβαση εξουσίας».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν εκείνοι που εξέδωσαν την διαιτητική απόφαση υπερέβησαν την οριοθετημένη από την διαιτητική συμφωνία δικαιοδοτική εξουσία τους. Για την κρίση, αν πρόκειται για υπέρβαση ή όχι, αποφασιστικά είναι τα όρια που θέτει η διαιτητική συμφωνία, σε συνδυασμό με τα αιτήματα των διαδίκων μερών.
β) Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν, το διαιτητικό δικαστήριο δικάζει αντικείμενο το οποίο δεν εμπίπτει στην διαιτητική συμφωνία, ή αποφαίνεται για ζητήματα για το οποίο δεν έχει υποβληθεί αίτηση από τα διάδικα μέρη (ΑΠ 1368/1986).
γ) Στην υπέρβαση εξουσίας δεν υπάγεται η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο διαιτητής για την παραδοχή, ή την απόρριψη αιτήματος, που του έχει υποβληθεί στηρίζεται, όχι στα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλέστηκαν οι διάδικοι, αλλά σε άλλα που, μολονότι δεν προτάθηκαν, ωστόσο προέκυψαν από το αποδεικτικό υλικό που του υποβλήθηκε, χωρίς πάντως να καταφύγει στις ιδιωτικές γνώσεις του (ΑΠ 1212/2014).
δ) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, όταν εξετάζονται από τον διαιτητή παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 40/2010).
ε) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, όταν ο διαιτητής έκρινε στην ουσία ότι, δεν έλαβε χώρα η κρινόμενη πράξη, ακόμη και με την εκδοχή ότι το αποδεικτικό υλικό ήταν ανεπαρκές για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης και ότι παρέλειψε να τάξει αποδείξεις, αφού η έλλειψη αιτιολογίας της διαιτητικής απόφασης, ή, η εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και η κατ ακολουθίαν αυτής εσφαλμένη ουσιαστική κρίση, αποτελούν ζητήματα για τα οποία δεν δικαιολογείται ακύρωση της διαιτητικής απόφασης (ΑΠ 537/2007).
στ) Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το διαιτητικό δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε την σύμβαση στην οποία αναφέρεται η διαφορά, είτε προσδιόρισε την παροχή που καθορίστηκε με την σύμβαση, είτε έκανε κακή εκτίμηση των πραγμάτων (ΑΠ 1055/ 1972 ΕφΑθ 3837/1982).
Πέμπτος λόγος. « Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 891 ΚΠολΔ».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση για παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 891 ΚΠολΔ, όταν η έκδοση της διαιτητικής απόφασης έγινε χωρίς διάσκεψη και ψηφοφορία, ή με παρεμπόδιση, ή παράλειψη συμμετοχής μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου.
β) Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με την συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά αποφασίζουν όλοι από κοινού με τον επιδιαιτητή, κατά πλειοψηφία. Αν δεν σχηματισθεί πλειοψηφία υπερισχύει η γνώμη του επιδιαιτητή. Υποχρέωση προς διάσκεψη και ψηφοφορία ανακύπτει στο Πολυμελές διαιτητικό δικαστήριο. Για την διάσκεψη δεν καθιερώνονται ειδικοί κανόνες, όμως για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να εφαρμοσθούν αναλόγως οι για την έκδοση των αποφάσεων των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων διατάξεις, αφού το διαιτητικό δικαστήριο λειτουργεί ως δικαιοδοτικό υποκατάστατο των τακτικών δικαστηρίων. Κάθε μέλος υποχρεούται να ψηφίσει και αν ακόμη δεν προβλέπεται στην διαιτητική συμφωνία, γιατί αυτό θα αναιρούσε την ουσία του δικαιοδοτικού λειτουργήματος και του διαιτητή, θα ανέτρεπε την σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου και θα προσέκρουε στην σύμβαση παροχής διαιτητικών υπηρεσιών ( ΕφΑθ 4113/2007).
Έκτος λόγος. «Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 892 ΚΠολΔ».
Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση στις περιπτώσεις.
α) αν το έγγραφο της απόφασης δεν φέρει τις υπογραφές όλων των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου, χωρίς να γίνεται μνεία σε αυτή ότι η έλλειψη υπογραφής οφείλεται σε άρνηση, ή κώλυμα, μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου, αν αυτό είχε κληθεί για την συμμετοχή του στην διαιτητική διαδικασία και τη διάσκεψη. Αν η απόφαση δεν καταχωρήθηκε σε έγγραφο, ή δεν φέρει μία τουλάχιστον υπογραφή μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου.
β) αν δεν γίνεται μνεία του ονοματεπωνύμου μέλους του διαιτητικού δικαστηρίου, ή διάδικου, ενώ αν αυτή είναι ελλειπής, ή ανακριβής, τότε μόνο στηρίζει ακυρωτικό λόγο, αν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του.
γ) αν έχει παραληφθεί η μνεία του τόπου και του χρόνου έκδοσης της απόφασης στοιχεία, όμως, που αναπληρώνονται από τη, μνεία αυτών στην έκθεση κατάθεσης, που συντάσσεται από την γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου.
δ) αν δεν αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, εφ όσον ο προσδιορισμός της δεν προκύπτει από ερμηνεία αυτής κατά τους κανόνες της καλής πίστης. Δεν απαιτείται παράθεση του κειμένου της
ε) αν δεν περιέχει διατακτικό
στ) αν η διαιτητική απόφαση, με την επιφύλαξη αντιθέτου όρου της διαιτητικής συμφωνίας, δεν περιέχει αιτιολογικό, δηλαδή τα γεγονότα που στηρίζουν το διατακτικό της διαιτητικής απόφασης. Αρκεί η παράθεση των σκέψεων της πλειοψηφίας για το κύρος της απόφασης (ΑΠ 1490/1982, ΕφΑθ 10861/1981, ΕφΑθ 4113/2007, ΕφΚερκ 17/2012).
Έβδομος λόγος. «Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 886 παρ. 2 ΚΠολΔ».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν παραβιάστηκαν διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι κατά την διαιτητική διαδικασία, τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται τα μέρη να παραστούν κατά τις συζητήσεις και αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως, τους ισχυρισμούς τους και προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.
β) Με τη διάταξη αυτή, που περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιβάλλεται η τήρηση, κατά την διεξαγωγή της διαιτησίας, των αρχών της ισότητας και της ακρόασης των διαδίκων. Ειδικότερα, η πρώτη από τις αρχές αυτές πραγματώνεται, όταν κανένας από τους διαδίκους δεν αποκτά σε σχέση με τους λοιπούς ιδιαίτερα δικαιώματα και δεν απαλλάσσεται από επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις σε δικονομικό επίπεδο, ενώ η δεύτερη αρχή, δηλαδή της ακρόασης, που θεμελιώνεται και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εξασφαλίζεται με την παροχή σε όλους τους διαδίκους της ευχέρειας, αφ ενός μεν να παραστούν κατά τις συζητήσεις της διαφοράς και να υποβάλλουν τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά τους μέσα, ύστερα από σχετική προς αυτούς κλήτευση των διαιτητών, αφ ετέρου δε να πληροφορηθούν και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα των αντιδίκων τους (ΑΠ 40/2010, ΑΠ 1807/2014, ΑΠ 821/2017).
γ) Η υποχρέωση κλήτευσης και ακρόασης των διαδίκων υπάρχει μόνο κατά τις συνεδριάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, κατά τις οποίες συζητείται η διαφορά και κατά τις οποίες οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους, να προσκομίσουν τα αποδεικτικά τους μέσα και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των αντιδίκων τους, αφού μόνο τότε η παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, να άγει δηλαδή το διαιτητικό δικαστήριο σε διαφορετική κρίση επί της διαφοράς, εκ του λόγου ότι δεν ακροάστηκε του ετέρου διαδίκου (AΠ 1441/2000, ΑΠ 821/2017).
δ) Δεν υπάρχει παραβίαση των αρχών της διαιτητικής διαδικασίας από μόνο το λόγο ότι, μετά την κίνηση της διαδικασίας της διαιτησίας, με την έγγραφη προσφυγή του ενός των μερών, ο αντίδικός του υπέβαλε στο ίδιο δικαστήριο αντίθετη προσφυγή, που συνεκδικάστηκε με την πρώτη, χωρίς να κληθεί ο αρχικά προσφεύγων να απαντήσει στο δικόγραφό της κατά την προδικασία, πριν δηλαδή τον ορισμό δικασίμου για τη συνεκδίκασή τους. Και τούτο, γιατί παραβίαση των ως άνω αρχών, θεμελιωτική του προαναφερθέντος λόγου ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, συνιστά μόνο η στέρηση των παραπάνω δικονομικών ευχερειών από τον ένα των διαδίκων της διαιτητικής δίκης (ΑΠ 1779/1999, ΑΠ 821/2017).
Όγδοος λόγος. «Αντίθεση προς τις διατάξεις της δημόσιας τάξης».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν αντίκειται σε διατάξεις δημόσιας τάξης. Ως κανόνες δημόσιας τάξης νοούνται θεμελιώδεις, πολιτικές κοινωνικές ή ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, δηλαδή, όλοι οι αναγκαστικοί κανόνες δικαίου, των οποίων η εφαρμογή δεν μπορεί να αποκλειστεί διαμέσου της ιδιωτικής βούλησης. Κρίσιμος χρόνος για την διαπίστωση τυχόν αντίθεσης στην δημόσια τάξη είναι εκείνος κατά τον οποίον εκδόθηκε η απόφαση (ΑΠ 350/1979, ΕφΑθ 2397/1989, (ΕφΑθ 4113/2007).
β) Η αντίθεση στην δημόσια τάξη πρέπει να ερευνάται με βάση το διατακτικό της απόφασης, αλλά μπορεί να αναφέρεται και στις αιτιολογίες, γενικότερα δε στο περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, που περιέχουν στοιχεία διατακτικού, μπορεί να αναφέρεται, τόσο στις ουσιαστικές διατάξεις της διαιτητικής απόφασης, όσο και σε ζητήματα διαδικαστικά (ΟλΑΠ 1572/1981, ΕφΑθ 4113/2007).
Ένατος λόγος. «Αντίθεση στα χρηστά ήθη»
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν το διατακτικό της αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή σε θεμελιώδεις αντιλήψεις που αποτελούν άγραφους κανόνες, χωρίς νομικές κυρώσεις, οι οποίοι χωρίς να εντάσσονται στο έθιμο, εφαρμόζονται όμως για μακρό χρονικό διάστημα.
β) Ο λόγος ιδρύεται, όταν η αντίθεση προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή όχι μόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της. Η ανεπαρκής, όμως, αιτιολογία της διαιτητικής απόφασης, ή, η ενδεχομένη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νομικών κανόνων, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν τον εν λόγω λόγο ακύρωσης, εφ όσον με αυτούς, σε συσχετισμό προς το διατακτικό της απόφασης, δεν παράγεται κατάσταση αντίθετη προς θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ή ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής εννόμου τάξης (ΑΠ 350/1970, ΕφΑθ 3459/2003).
γ) Αν η αντίθεση στα χρηστά ήθη αφορά την διαιτητική συμφωνία δεν δημιουργείται ο ακυρωτικός λόγος (ΕφΑθ 3837/1982, (ΕφΑθ 4113/2007).
Δέκατος λόγος. «Απόφαση ακατάληπτη, ή περιέχουσα αντιφατικές διατάξεις».
α) Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν είναι ακατάληπτη, ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις.
β) Ακατάληπτη θεωρείται η απόφαση, η οποία έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορεί να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο της. Η έλλειψη αυτή πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει, όταν, εξ αιτίας αυτής, η απόφαση καθίσταται ανεπίδεκτη εκτέλεσης. Αντιθέτως, αν η παράλειψη δεν είναι σοβαρή, αλλά μπορεί να αρθεί με ερμηνεία της απόφασης, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος ακύρωση, καθ όσον η έλλειψη συμπληρώνεται με την ερμηνεία της απόφασης.
γ) Το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα εντοπίζονται στο διατακτικό της απόφασης και πρέπει να προκαλείται από αυτές αοριστία, ώστε να μην μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση, ή να παραγάγει τις άλλες συνέπειές της. Οποιαδήποτε τυχόν αντίφαση των αιτιολογιών μεταξύ τους, που έχει την μορφή ανεπαρκών αιτιολογιών, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 1601/2009, ΕδΑθ 3459/2003 ).
δ) Εν όψει ότι η ουσία της διαιτητικής απόφασης συνίσταται στην εκτέλεση της, η οποία συνδέεται και εξαρτάται από το διατακτικό της, το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα της διαιτητικής απόφασης επάγονται ακυρότητα αυτής, εφ όσον εντοπίζονται στο διατακτικό της, αφού τότε μόνο παράγεται αοριστία, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της, ή την παραγωγή των άλλων εννόμων συνεπειών της.
ε) Αντιθέτως, δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης το ακατάληπτο και η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αυτής. Διάφορο, βεβαίως, του ακατάληπτου, με την ανωτέρω έννοια, αιτιολογικού είναι το εσφαλμένο αιτιολογικό, το οποίο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή, όταν έχει τα προσόντα διατακτικού, θεμελιώνει έννομο συμφέρον του νικήσαντος (βάσει του διατακτικού) διαδίκου για την άσκηση ενδίκων μέσων. Το ακατάληπτο, όμως, αιτιολογικό, εκ μόνου του γεγονότος τούτου, δηλαδή, ότι είναι ακατάληπτο, δεν είναι και εσφαλμένο, για αυτό, εφ όσον είναι μόνο ακατάληπτο, το δικαστήριο χωρεί στην αντικατάσταση, ερμηνεία, συμπλήρωση, ή διευκρίνηση του, χωρίς να θίγεται η απόφαση, όπως ακριβώς και με το εσφαλμένο αιτιολογικό, χωρίς, όμως, τα προσόντα του διατακτικού ( ΕφΙωαν 69/2006).
στ) Η ύπαρξη αντιφατικών απλώς αιτιολογιών, ή, η διαπίστωση αντιφάσεων μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της απόφασης, όταν οι αιτιολογίες δεν επέχουν θέση διατακτικού, δεν θεμελιώνουν τον παραπάνω λόγο ακύρωσης, αλλά ενδεχομένως τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 966/2012, ΑΠ 1212/2014).
Ενδέκατος λόγος. «Απόφαση υποκειμένη σε αναψηλάφηση».
Η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αναψηλάφησης, που προβλέπονται στο άρθρο 544 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός των προθεσμιών, που ορίζονται στο άρθρο 545 ΚΠολΔ (βλ. ανάρτηση «Αναψηλάφηση στην πολιτική δίκη».
Ζ. Σημειώνεται ότι, μεταξύ των λόγων ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού νόμου, ούτε η κακή των πραγμάτων εκτίμηση κατά την, μετά από εξέταση των διαφορών που υποβλήθηκαν στους διαδίκους, παραδοχή, ή απόρριψη, από αυτούς των σχετικών εκατέρωθεν αξιώσεων ( ΑΠ 906/1993).
Η. Σημειώνεται ότι οι αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατά την διάρκεια της διαιτησίας, δεν ελέγχονται με αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, εκτός αν η διαιτητική απόφαση είναι ανύπαρκτη για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 313 ΚΠολΔ.