Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σηματικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε.

Α. Επομένως συντρέχει κατάσταση ανάγκης, όταν υπάρχει κίνδυνος βλάβης ενός εννόμου αγαθού, προσώπου, ή της περιουσίας, τον οποίο κίνδυνο ο δικαιούχος μόνο με την προσβολή, βλάβη, ή διακινδύνευση, ξένου αγαθού, σημαντικά κατώτερου κατά το είδος και τη σπουδαιότητα, μπορεί να αποφύγει.

Β. Προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης αποτελούν

α) ο κίνδυνος να είναι παρών τέτοιος είναι ο αντικειμενικά υπαρκτός που άρχισε ή επίκειται αμέσως.

β) Κίνδυνος αναπότρεπτος. Αν υπάρχει άλλος τρόπος προς διαφύλαξη του κινδυνεύοντος αγαθού χωρίς να είναι αναγκαία η προσβολή του ξένου, δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης, τόσο με την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, όσο και με την έννοια του άρθρου 31 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, της συγγνωστής νομικής πλάνης, που αποκλείει τον καταλογισμό. Το αν ο κίνδυνος είναι αναπότρεπτος κρίνεται εκ των προτέρων αντικειμενικά, υπό τις πραγματικές συνθήκες του δράστη, δηλαδή πώς θα ενεργούσε στην περίπτωσή του κάθε αντικειμενικός και ευσυνείδητος άνθρωπος.

γ) κίνδυνος στρεφόμενος κατά του προσώπου και της περιουσίας του.

δ) αναίτια κατάσταση ανάγκης.

ε) να μην υπάρχει καθήκον έκθεσης στον κίνδυνο.

στ) σκοπός αποτροπής του κινδύνου.

ζ) η βλάβη στο αλλότριο έννομο αγαθό να είναι σημαντικά κατώτερη κατ’ είδος και σπουδαιότητα από την απειληθείσα στο έννομο αγαθό που κινδύνευσε (ΑΠ 953/2017, ΑΠ 659/2020).

Σημείωση 1

Τα παραπάνω δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.

Σημείωση 2

Σε υπέρβαση των παραπάνω ορίων, ο δράστης τιμωρείται, σύμφωνα με τις ποινές του άρθρου 23 ΠΚ.