Κατά την διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 ΚΠολΔ, αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, εξ αιτίας ανώτερης βίας, ή δόλου του αντιδίκου του, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Η επαναφορά των πραγμάτων του άρθρου 152 παρ.1 ΚΠολΔ  διαφέρει από την επαναφορά των πραγμάτων του άρθρου 914 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, αν ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, ή της έφεσης, και το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ερημοδικίας, ή την έφεση, και απορρίψει κατ ουσίαν, ολικά ή μερικά, την αγωγή, ή την ανταγωγή, ή την κύρια παρέμβαση, εφ όσον η απόφαση που προσβλήθηκε εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε, ή μεταρρυθμίστηκε.

Κατά την διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος παραμελήσει τρέχουσα προθεσμία και εκπέσει του δικαιώματος επιχείρησης διαδικαστικής πράξης, μπορεί να ασκήσει την πράξη εκπροθέσμως και να ζητήσει την κήρυξή της ως παραδεκτής, εφ όσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανώτερη βία, ή δόλο του αντιδίκου του (ΑΠ 2227/2014).

Η αίτηση απευθύνεται στο αρμόδιο δικαστικό όργανο και πρέπει να διαλαμβάνει μεταξύ άλλων, τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της βασιμότητάς της και την παραληφθείσα πράξη, ή μνεία ότι αυτή έχει ήδη ενεργηθεί. Η αναφορά των εν λόγω στοιχείων στην αίτηση αποτελούν προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, με συνέπεια να είναι απορριπτέα η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ως απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας των λόγων της (ΑΠ 22/2010, 1342/2008).

Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι (30) ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα, το οποίο συνιστά ανώτερη βία, ή από τη γνώση του δόλου.

Ως ανώτερη βία θεωρείται κάθε γεγονός, το οποίο αντικειμενικώς καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και, σε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 438/2013, ΑΠ 2227/2014). Η ύπαρξη πταίσματος κατά την απώλεια μιας δικονομικής προθεσμίας, ακόμη και ελαφράς αμέλειας του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου, ή του νόμιμου αντιπροσώπου αυτού, αποκλείει το χαρακτηρισμό κάποιου διακωλυτικού γεγονότος ως ανώτερης βίας (ΑΠ 518/2010, ΑΠ 820/2015).

Η άσκηση της αίτησης δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης, ή την εκτέλεση της απόφασης που εκδίδεται, εκτός αν το δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα, διατάξει την αναστολή της προόδου της δίκης, ή της εκτέλεσης, ύστερα από πρόταση διαδίκου που υποβάλλεται κατά την εκδίκαση της αίτησης.