Από τις διατάξεις των άρθρων 1738, 1741, 1742 και 1730 παρ. 2 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης, ο διαθέτης παραδίδει αυτοπροσώπως στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. Το έγγραφο που εγχειρίζεται, ή το περικάλυμμά του, αν δεν είναι σφραγισμένο έτσι που να μην μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο τρόπο μπροστά στο διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν. Επί του σφραγισμένου εγγράφου, ή του περικαλύμματός του, ο συμβολαιογράφος σημειώνει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη και την χρονολογία παραδόσεώς του, η σημείωση αυτή υπογράφεται από τον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν, τα οποία είναι παρόντα καθ' όλη τη διάρκεια των παραπάνω διατυπώσεων. Στην συνέχεια συντάσσεται από τον συμβολαιογράφο πράξη, η οποία περιέχει την ημεροχρονολογία κατάθεσής της, τα στοιχεία του διαθέτη, του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν, βεβαιώνεται σε αυτήν ότι τηρήθηκαν τα περί παραδόσεως του εγγράφου και προφορικής δηλώσεως του διαθέτη, τα περί σφραγίσεως του εγγράφου ή του περικαλύμματός του και της επ' αυτού σημειώσεως του συμβολαιογράφου ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα καθ' όλη τη διάρκεια της πράξης, διαβάζεται στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν. Τέλος η πράξη υπογράφεται από τον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω διατυπώσεις η μυστική διαθήκη είναι, κατ' άρθρο 1718 ΑΚ, άκυρη(ΑΠ 1527/2010, ΑΠ 412/2013).

Σημείωση

Προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης, ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο κατάρτισής της με την  σύνταξη της πράξης εγχείρισης του συμβολαιογράφου και μέχρι πέρατος αυτής (ΑΠ 1360/2002).