Α.Κατάσχονται από τον δανειστή σε βάρος του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη στα χέρια τρίτου (ΚΠολΔ 982 παρ. 1)

1) Κινητό πράγμα του καθ ου η εκτέλεση, που βρίσκεται στα χέρια τρίτου. 

2) Απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού, εφ όσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή.

3) Χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, βεβαία και ορισμένη, μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή.

4) Χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι υπάρχει η βασική έννομη σχέση, από την οποία, ως δικαιοπαραγωγική αιτία, απορρέει η υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, και δεν είναι απλώς προσδοκώμενη. Για να μπορεί να κατασχεθεί μια τέτοια απαίτηση, πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί κατ' είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως και κατά ποσό.

5) Απαίτηση από τίτλο σε διαταγή.

Β. Τρίτος είναι οποιοδήποτε φυσικό, ή νομικό, πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητο του καθ ου η εκτέλεση-οφειλέτη, το οποίο με βάση ορισμένη έννομη σχέση, μεταξύ αυτού και του οφειλέτη, είναι κάτοχος ξένης περιουσίας, δηλαδή του αντικειμένου της κατάσχεσης, που ανήκει στον καθ ου η εκτέλεση. Τρίτος δεν είναι το απλό εισπρακτικό όργανο, το οποίο κατέχει στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη (ΑΠ 508/2001).

Γ. Πως επιβάλλεται η κατάσχεση.

1) Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο κατασχετηρίου εγγράφου. Το κατασχετήριο έγγραφο, με ποινή την ακυρότητα της κατάσχεσης, πρέπει να επιδοθεί σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο μέσα σε (8) ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο (άρθρο 983 ΚΠολΔ).

2) Όταν πρόκειται για απαίτηση από τίτλο σε διαταγή, η κατάσχεση μπορεί να γίνει, μόνο, αφού ο τίτλος αφαιρεθεί από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση με δικαστικό επιμελητή, συνταχθεί δε περί τούτου έκθεση παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος και παραδοθεί σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και στην συνέχεια επιδοθεί το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση και στον εκ του τίτλου υπόχρεο τρίτο (ΚΠολΔ 983 παρ. 3 και 954 παρ.1). Ελλείπουσας οποιασδήποτε των ανωτέρω πράξεων, κατάσχεση των εν λόγω απαιτήσεων δεν υπάρχει, η κατάσχεση είναι ανυπόστατος, ο δε εκ του τίτλου υπόχρεως τρίτος δικαιούται να προτείνει το ανυπόστατο της κατάσχεσης, μη δεσμευόμενος από το άρθρο 987 ΚΠολΔ. Ο τρίτος δικαιούται με δήλωσή του, να προτείνει, είτε ότι δεν αφαιρέθηκε  ο τίτλος, είτε ότι δεν κοινοποιήθηκε το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση. Η αφαίρεση του τίτλου, πρέπει να προηγείται των επιδόσεων του κατασχετηρίου (ΕφΠειρ 870/2006).

3) Χρόνος επιβολής της κατάσχεσης είναι η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο. Η παράλειψη της επίδοσης στον καθ ου η εκτέλεση του κατασχετηρίου εγγράφου μέσα σε (8) ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, επιφέρει όχι το ανυπόστατο, αλλά την ακυρότητα της κατάσχεσης, που κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 5494/2008, ΕφΑθ 1582/2006).

4) Το απόρρητο των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Αυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης και μόνο για τα χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του κατάσχόντος δανειστή, γιατί το δικαίωμα αυτό κατισχύει (ΚΠολΔ 983 παρ. 5, ΑΠ 19/2001). 

5)  Αν επιβάλλεται κατάσχεση κατάθεσης κοινού λογαριασμού σε τράπεζα εκ μέρους του δανειστή ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της κατάθεσης, αφού κατά τεκμήριο αμάχητο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της κατάθεσης, που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. ΄Ετσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (άρθρο 4 ν. 5368/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»,  ΜονΠρΘεσ 3255/2016).

Δ. Ακατάσχετα.

1. Δεν κατάσχονται (ΚΠολΔ 953).

α) Τα κινητά πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειας του. Τέτοια θεωρούνται τα ρούχα, κλινοστρώματα, έπιπλα κλπ.

β) Τα κινητά πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία, προκειμένου για πρόσωπα, που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν, όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν. Τέτοια «πράγματα απαραίτητα για την εργασία» θεωρούνται τα εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία, ή άλλα πράγματα, που είναι απαραίτητα για την εργασία των προσώπων, που αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν με την προσωπική τους εργασία (ΜονΕφΠειρ 123/2015). Αν τα κινητά πράγματα χρησιμεύουν για αποδοτικότερη εκμετάλλευση και αποκόμιση κέρδους, προς εξασφάλιση κεφαλαιουχικών αγαθών και μεγαλύτερης ευμάρειας στον οφειλέτη, δεν καλύπτονται από το ακατάσχετο (ΕφΑθ 9611/1990).

2. Δεν κατάσχονται (ΚΠολΔ 982 παρ.2).

α) τα πράγματα, που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά.

β) η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες.

γ) οι απαιτήσεις διατροφής, που πηγάζουν από τον νόμο, ή από διάταξη τελευταίας βούλησης,

δ)  οι απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας.

ε) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών.

Αν, όμως, πρόκειται με την κατάσχεση, να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή, που στηρίζεται στο νόμο, ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης, ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση, έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, αφού ληφθούν υπ όψιν τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων. Η κατάσχεση έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε λογαριασμό του οφειλέτη σε τράπεζα, ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή, η εξαίρεση ισχύει μόνο στην έκταση που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.

στ) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις, ή επιδοτήσεις, στα χέρια του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) ως τρίτου, μέχρι την κατάθεσή τους στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων, ή την με άλλο τρόπο καταβολή τους σε αυτούς.

ζ) απαιτήσεις, που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ εφαρμογή του άρθρου 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω διαπίστωσης παραβιάσεων της Σύμβασης αυτής, ή των Πρωτοκόλλων της, εξαιρουμένων των απαιτήσεων, που επιδικάζονται για την παραπάνω αιτία προς αποκατάσταση υλικής ζημίας. Το εν λόγω ακατάσχετο ισχύει όταν η κατάσχεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση απαίτησης δανειστή, που ανήκει στο δημόσιο τομέα, όπως ορίζεται στην περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις».

3. Δεν κατάσχονται οι απαιτήσεις, που, με ειδική διάταξη νόμου, έχουν χαρακτηριστεί ως ακατάσχετες, όπως

α)  Η αποζημίωση από εργατικό ατύχημα, ως και εκείνη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος από εργατικό ατύχημα (άρθρο 15 β.δ. της 24-7/25-8-1920 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», ΑΠ 691/2006, ΑΠ 1338/2012).

β) Τα οφειλόμενα στους εργολάβους, σε αντάλλαγμα της κατασκευής έργου, για την εκτέλεση του οποίου ο εργολάβος χρησιμοποιεί την εργασία τρίτων, ή προμηθεύεται προς τούτο υλικά από τρίτους, ή μηχανήματα κλπ. σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου και για ένα μήνα μετά την αποπεράτωσή του, εκτός εάν πρόκειται για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, ή προμήθεια υλικών για το έργο.

Στην περίπτωση εργολαβικής σύμβασης για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής «με αντιπαροχή» οριζόντιες ιδιοκτησίες, η απαγόρευση της κατάσχεσης καταλαμβάνει και την απαίτηση του εργολάβου προς μεταβίβαση της κυριότητας των ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου μετά των αντιστοίχων οριζόντιων ιδιοκτησιών, η οποία συμφωνήθηκε έναντι της αμοιβής του με το οικείο εργολαβικό συμφωνητικό (άρθρο 4 παρ. 1 ν. 4694/1930 , όπως τροποποιήθηκε και ερμηνεύθηκε με τον α.ν. 628/37, το ν.δ. 914/41, το ν.δ.1051/42 και τον α.ν 113/67)..

γ) Οι χρηματικές απαιτήσεις κατά του Οργανισμού Εργατικής Εστίας ως τρίτου, οφειλέτη του οφειλέτη του κατασχόντος (άρθρο 20 ν. 3467/1955, ΑΠ 141/2004).

Η κατάσχεση επί ακατασχέτων επιφέρει δικονομική ακυρότητα, η οποία απαγγέλλεται από το Δικαστήριο, αν η κατάσχεση επέφερε βλάβη, μετά από αίτημα του οφειλέτη. Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ανάλογα με την προέλευση του εκτελούμενου τίτλου και εκδικάζεται από το Δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 934 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 123/2015).

Ε. Περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου.

Το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ,  

α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης, βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση.

β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση.

γ) επιταγή προς τον τρίτο, να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και

δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου, ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου.

ΣΤ. Δήλωση του τρίτου στο Ειρηνοδικείο.

1) Ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει, μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να δηλώσει στην γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, ή αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό (άρθρο 985 ΚΠολΔ).

2) Αν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια Τράπεζας, ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, θα πρέπει να δηλώσει, αν υφίσταται στα χέρια του απαίτηση α) διατροφής, β) συνεισφοράς των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, ή, γ) μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών.

3) Αν η απαίτηση δεν υπάρχει, ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, πρέπει μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να προβεί σε αρνητική δήλωση. Με αρνητική δήλωση εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης.

4) Εάν η αρνητική δήλωση, ή, η πλασματική άρνηση με παράλειψη υποβολής δήλωσης στο Ειρηνοδικείο, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και παρά ταύτα οριστικοποιηθεί, χωρίς να προσβληθεί με ανακοπή (ΚΠολΔ 986), επέρχεται μεν έκπτωση του κατασχόντος από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, το εντεύθεν όμως συναγόμενο νομικό πλάσμα δεν λειτουργεί και ως λόγος απαλλαγής του τρίτου από την υποχρέωσή του να καταβάλει την απαίτηση στον καθ ου η κατάσχεση οφειλέτη, την οποία ουδόλως επηρεάζει (ΑΠ 505/2003).

Ζ. Απόδοση των κατασχεθέντων από τον τρίτο (άρθρο 988 ΚΠολΔ).

1) Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει μετά από (8) ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή μετά από (30) ημέρες αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον κατασχόντα το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.

2) Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση. Η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται, αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Η διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρθρου 974 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει, αφ ότου γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο η απόφαση του ειρηνοδίκη, που τον διορίζει.

3) Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη του κατασχεμένου πράγματος, γίνεται πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο πλειστηριασμός γίνεται κατά τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ με την εφαρμογή του άρθρου 955 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, η προθεσμία του οποίου αρχίζει, αφ ότου η απόφαση του ειρηνοδικείου για τον διορισμό του γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο, ο οποίος και ορίζει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος θα ενεργήσει την εκτέλεση.

4) Στην περίπτωση χρηματικής απαίτησης υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, ο τρίτος υποχρεούται σε καταβολή, μετά την γέννηση της απαίτησης και όχι μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή της τριακονθήμερης, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του (άρθρο 988 παρ.1  ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5740/2011, ΕφΑθ 5526/2006, ΜονΠρΑθ 2247/2017).

Η. Συνέπειες της κατάσχεσης

Αφ ότου επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο στον τρίτο, έστω και αν αυτό δεν επιδόθηκε ακόμα σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατασχόντα η εξόφληση από τον τρίτο της κατασχεμένης απαίτησης, ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση, καθώς και η απόδοση σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, ή, η διάθεση σε τρίτους του κατασχεμένου κινητού (άρθρου 984 ΚΠολΔ, ΑΠ 354/2010).

Θ. Ανακοπές κατά της κατάσχεσης

1) Ανακοπή από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση (ΚΠολΔ 987). 

Α. Ο  τρίτος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση έχει το δικαίωμα να προσβάλει, με ανακοπή, το κύρος της κατάσχεσης, μόνο, όταν το κατασχετήριο έγγραφο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ΚΠολΔ, ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.

Β. Ο τρίτος μπορεί να προτείνει μετά την κατάσχεση σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του καθ ου η κατάσχεση, που είχε γεννηθεί πριν την κατάσχεση, είτε με την δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, είτε πριν από αυτήν. Αν η δήλωση του τρίτου προς συμψηφισμό είχε περιέλθει στον δανειστή του καθ ου η κατάσχεση πριν επιβληθεί η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του τρίτου, η απαίτηση κατά του τρίτου αποσβέσθηκε και ο τρίτος έχει παύσει να είναι οφειλέτης πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, με συνέπεια η τελευταία να είναι χωρίς αντικείμενο (ΑΠ 1411/2011).

Γ. Ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ, καθ όσον  δεν φέρει την ιδιότητα των υπό του άρθρου 933 ΚΠοΔ καθοριζομένων προσώπων

2)  Ανακοπή από τον κατασχόντα στα χέρια του τρίτου (ΚΠολΔ 986). 

Α. Μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, αυτός που επέβαλε την κατάσχεση δικαιούται, να ασκήσει, στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, ανακοπή, επικαλούμενος ολική, ή μερική, ανακρίβεια της δήλωσης. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή, ή κακή, πίστη του. Αντικείμενο της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι, ή όχι, και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που την στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΑΠ 1092/2015).

Β. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017). Η ανακοπή γίνεται δεκτή, εφ όσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαίτησης για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 4345/1991). Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα.

3) Ανακοπή από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).  

Α. Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης, εν όψει ότι η επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη της κυρίας διαδικασίας της εκτέλεσης, μπορεί να ασκήσει, στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, ή στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία των (45) ημερών  από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου σε αυτόν (άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ). Εφ όσον ακολουθήσει πλειστηριασμός, ο καθ ου οφειλέτης δύναται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, μέσα σε (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού.

Β. Η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ (ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής) ακόμη και αν οι δύο ανακοπές στηρίζονται στους ίδιους λόγους, χωρίς να γεννάται ζήτημα εκκρεμοδικίας, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών, δεδομένου ότι η δίκη που ανοίγεται με την κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ενώ η κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή και όταν ακόμη αφορά την απαίτηση, αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, άρα δεν πρόκειται για την «ίδια επίδικη διαφορά». Το δικαστήριο, όμως, έχει την δυνατότητα να αναβάλει τη συζήτηση, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΜονΠρΑθ 1874/2013). 

4) Ανακοπή από τους δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).

Το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου δύνανται να προσβάλλουν και οι δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αυτοί δικαιούνται να προσβάλλουν τις πράξεις κατά την διαδικασία της εκτέλεσης υπό τις προϋποθέσεις, τους περιορισμούς, και κατά την διαδικασία των άρθρων 933 επ ΚΠολΔ. Οι ακυρότητες και γενικώς αταξίες αυτής θα εισαχθούν με ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ υπό του νομιμοποιουμένου προς τούτο. Η ανακοπή του δανειστή πρέπει να απευθύνεται, τόσο κατά του ετέρου δανειστή, όσο και κατά του οφειλέτη, μεταξύ των οποίων δημιουργείται σχέση αναγκαίας ομοδικίας (ΕφΑθ 499/1997, ΕφΛαρ 68/2013).

Ι. Αποζημίωση του κατασχόντος από τον τρίτο (ΚΠολΔ 985 παρ. 3). 

Α. Σε περίπτωση παράλειψης της δήλωσης, ή ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, στο Ειρηνοδικείο από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, ο κατασχών στα χέρια τρίτου, μέσα στην προθεσμία των (30) ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, μαζί με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017), δικαιούται να ζητήσει από τον τρίτο αποζημίωση.

Β. Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται μόνο υπέρ του κατασχόντα και εις βάρος του τρίτου, που παρέλειψε να υποβάλει δήλωση, ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση. Η αποζημίωση μπορεί να επιδιωχθεί και με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις (ΜονΕφΙωαν 45/2013).

Γ. Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παράλειψης της δήλωσης, ή της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Δεν αποκλείεται ο κατασχών, να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι, συνεπεία της μη δήλωσης, ή της ανακριβούς δήλωσης, δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς ικανοποίηση της απαίτησής του, ή, ότι, ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής του, ή, όταν από την παραπλανητική δήλωση, ή την παράλειψη δήλωσης, απώλεσε την δυνατότητα κατάσχεσης του ιδίου, ή άλλου, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως (ΕφΑθ 1022/2008, ΜονΠρΑΘ 2247/2017).