Κατά το άρθρο 7 εδ. α ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 58 του ν. 4635/2019, μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας θεωρείται κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας που βλάπτει τον εργαζόμενο. Συμβαίνει όταν ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να προβεί σε μεταβολή των όρων εργασίας, είτε από τον νόμο, είτε από την ατομική σύμβαση εργασίας, ή τον κανονισμό εργασίας, ή την Σ.Σ.Ε.

Α. Με το άρθρο 58 του ν. 4635/2019 καθορίστηκε ρητά ότι θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας,

α) Η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών πέραν των (2) μηνών, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης και

β) η μετάθεση του εργαζομένου σε γραφείο που λειτουργεί στην αλλοδαπή, εφ όσον δεν αποδέχεται την μετάθεση ο μετατιθέμενος εργαζόμενος

Κατά συνέπεια ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού δικαιώματός του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση, αλλά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος (ΑΠ 668/2016).

Εχει κριθεί νομολογιακά ότι μονομερή βλαπτική μεταβολή αποτελεί ο υποβιβασμός και η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας, ή θέσης, στην επιχείρηση, που συνεπάγεται, άμεσα ή έμμεσα, δυσμενείς υλικές, ή ηθικές, συνέπειες, όπως η μείωση των αποδοχών του κλπ. (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 24/2014).

Β. Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.

Ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες.

α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφ όσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, ή στα χρηστά ήθη,

β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920,  

γ) Να εμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του (σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους).

Αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί την προσφορά υπηρεσιών καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας. Ο εργαζόμενος δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 77/2013, 746/2010, ΑΠ 668/2016).