Από το συνδυασμό των άρθρων 10 παρ. 5 ν.δ 4104/1960, 18 ν. 4476/1965 και 18 ν. 1654/1986 προκύπτει ότι, εφ όσον ο ασφαλισμένος, δικαιούται να αξιώσει από άλλον αποζημίωση για τη ζημία που του έγινε συνεπεία ασθένειας, ή αναπηρίας, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο πρώην ΙΚΑ (νυν ΕΦΚΑ), από τότε που γεννήθηκε σε ποσό αντίστοιχο των ασφαλιστικών εισφορών, τις οποίες ο ασφαλιστικός οργανισμός οφείλει στον ασφαλισμένο του παθόντα από το ατύχημα.

Ο ασφαλιστικός οργανισμός για τις παροχές στον ασφαλισμένο του παθόντα, έχει απ ευθείας αξίωση από το νόμο κατά του υποχρέου σε αποζημίωση, υποκαθιστάμενο αυτοδικαίως κατά το ποσό των οφειλομένων στο ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών στην αξίωσή του κατά του υποχρέου, ο δε παθών δεν νομιμοποιείται να ζητήσει από τον τελευταίο και τα κονδύλια που κατέβαλε ή οφείλει σε αυτόν ο ΕΦΚΑ από τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης που τους συνδέει, γιατί ως προς αυτά δεν είναι πλέον δικαιούχος.

Ωστόσο, για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΕΦΚΑ της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντος ή των δικαιοδόχων του κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΕΦΚΑ προς τον ασφαλισμένο, ή τα μέλη της οικογένειας του και των αξιώσεων αποζημίωσης του παθόντος ή των δικαιοδόχων του κατά του υπόχρεου τρίτου. Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ήτοι όταν τελούν μεταξύ τους από χρονική και ποιοτική άποψη σε μία εσωτερική συνάφεια (AΠl 793/2010, ΑΠ 1274/2009).