Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ οι οριστικές αποφάσεις, που εκδίδονται με την εκουσία δικαιοδοσία, εφ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι δυνατόν μετά από αίτηση των διαδίκων, να ανακληθούν μετά την δημοσίευσή τους, ή να μεταρρυθμιστούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά, ή μεταβληθούν οι συνθήκες, βάσει των οποίων εκδόθηκαν.

Α. Κατά την έννοια της διάταξης σε ανάκληση, ή μεταρρύθμιση, υπόκεινται, όταν συντρέξουν οι προϋποθέσεις (νέα πραγματικά περιστατικά, ή μεταβληθούν οι συνθήκες) οι εκδιδόμενες οριστικές αποφάσεις ακόμη και όταν αυτές είναι ανακλητικές, ή μεταρρυθμιστικές, προηγούμενων ανακλητικών ή μεταρρυθμιστικών αποφάσεων.

Β. Δεν τίθεται θέμα ανακλήσεως, ή μεταρρυθμίσεως, οριστικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ή ως αβάσιμη, η σχετική αίτηση.

Γ. Τα νέα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι σημαντικά, με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, να προσδίδουν διαφορετική πραγματική εικόνα από την αντίστοιχη, την οποία είχε δεχθεί το δικαστήριο.

Δ. Δεν αποκλείεται η επίκληση και γεγονότων τα οποία υπήρχαν κατά το χρόνο της πρώτης δίκης, πλην δεν προβλήθηκαν κατ' αυτήν. Δεν ενδιαφέρει η τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος στην έγκαιρη προβολή των.

Ε. Μεταβολή των συνθηκών νοείται η μεταγενέστερη επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων, τα οποία ανατρέπουν, ή διαφοροποιούν σημαντικώς, την βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση

ΣΤ. Ο όρος «μεταβολή των συνθηκών» είναι ευρύτερος του όρου «νέα πραγματικά περιστατικά», γιατί η μεταβολή μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγένεση νέων περιστατικών, αλλά και από άλλες αφορμές, ή αιτίες, όπως από την εξέλιξη ενός θεσμού, ή την εμφάνιση νέων αναγκών. Στην μεταβολή των συνθηκών μπορεί να εντάσσεται και η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, υπό την ισχύ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, ή, η μεταστροφή της νομολογίας σε σχέση με νομικό ζήτημα, που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου.

Ζ. Νέα πραγματικά περιστατικά, ή μεταβολή των συνθηκών, δεν συνιστούν οι τυχόν πραγματικές, ή νομικές, πλημμέλειες της αποφάσεως, για τις οποίες αυτή δύναται να προσβληθεί μόνον με ένδικα μέσα, αν αυτά επιτρέπονται από το νόμο.

Η. Στην έννοια της εμφανίσεως νέων πραγματικών περιστατικών, ή της μεταβολής των συνθηκών, δεν συμπεριλαμβάνεται η διαφορετική στάθμιση, ή αξιολόγηση, εκ μέρους των ενδιαφερομένων της πραγματικής καταστάσεως, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, της οποίας ζητείται η ανάκληση.

Θ. Δικαίωμα να ζητήσει την ανάκληση έχει όποιος προσέλαβε την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη της υπό ανάκληση απόφασης, δηλαδή όποιος μετέσχε σε αυτήν ως αιτών, καθ ου η αίτηση, ή άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφ όσον θίγεται από την έκδοση, ή το περιεχόμενο της απόφασης και δικαιολογεί έννομο συμφέρον (άρθρο 747 παρ. 1γ, 69 ΚΠολΔ). Το έννομο συμφέρον αποτελεί όρο του παραδεκτού της αίτησης ανάκλησης και πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Η συζήτηση γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781 ΚΠολΔ, αφού κληθούν υποχρεωτικά οι διάδικοι της αρχικής δίκης, καθώς, επίσης, και τα πρόσωπα τα οποία είχαν διορισθεί, ή είχαν αντικατασταθεί, ή παυθεί με την προσβαλόμενη απόφαση (ΑΠ 1003/2013, ΑΠ 353/2012, ΑΠ 640/03, ΤρΕφΛαρ 74/2013, ΕφΑθ 1639/07, ΤρΕφΠειρ 441/2018, ΕφΠειρ 678/2014, ΕφΑθ 2323/2011, ΕφΠειρ 736/2010, ΕφΑθ 1639/2007, ΕφΑθ 5552/2005, ΤριμΕφΘεσ 2778/2018, ΕφΠειρ 736/2010).