Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 3, 4§1 και 5 εδ. β΄ της πιο πάνω από 25 Αυγούστου 1924 Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί («Κανόνες Χάγης - Βίσμπυ»), σαφώς συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για τη βλάβη ή την απώλεια των πραγμάτων που μεταφέρει. Η τοιαύτη ευθύνη είναι νόθος αντικειμενική, με την έννοια ότι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο μεταφορέας έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του Αστικού Κώδικα στη συμβατική ευθύνη (άρθρα 330 και 334 ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια, τόσο του ιδίου, όσο και των πρακτόρων ή των εκπροσώπων του.

Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (ΕφΠειρ 305/2005). Δηλαδή, ο εναγόμενος θαλάσσιος μεταφορέας βαρύνεται να αποδείξει την αμφισβητούμενη αιτία της ζημιάς, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία οφείλεται η απώλεια ή βλάβη του φορτίου και ότι η αιτία αυτή δεν μπορούσε να αποτραπεί με την επιμέλεια του μέσου συνετού μεταφορέα.

Αυτό προκύπτει σαφώς από την διάταξη του άρθρου 4§2 περ. ιζ της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης (ΕφΠειρ 824/2000, ΕφΠειρ 1168/1997).

Το συνολικό ποσό της οφειλόμενης για την αιτία αυτή αποζημίωσης υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και τον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς.

Η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή, αν δεν υπάρχει καμιά από τις δυο, υπολογίζεται με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ιδίου είδους και ποσότητας.

Η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού οργάνων (πλοιάρχου και πληρώματος). Κατά συνέπεια η συμπεριφορά αυτή δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως πράξη ( ή παράλειψη ) παράνομη και υπαίτια, χωρίς την ύπαρξη σύμβασης ναύλωσης - θαλάσσιας μεταφοράς, με συνέπεια να μην υφίσταται για το λόγο αυτό αδικοπραξία (ΕφΠειρ 76/2006, ΕφΠειρ 286/2004 ).