Από τις συνδυασμένες, διατάξεις των άρθρων 914, 929, 931 και 928 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι εκείνος που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση εξαιτίας σωματικής βλάβης από αδικοπραξία, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση και για τα εισοδήματα που θα απωλέσει από την εργασία του, λόγω της επίδρασης της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον.

Η αποζημίωση αυτή δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκη με το ποσοστό της αναπηρίας του ή το είδος, την έκταση και τη σοβαρότητα της παραμόρφωσης τους, αλλ' είναι αντίστοιχη με την απολεσθείσα ικανότητα για κτήση εισοδημάτων, η οποία αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αφού είναι δυνατόν να υπάρχει μεγάλη αναπηρία με μικρή επίπτωση στην ικανότητα κτήσης εισοδημάτων και αντίστροφα. Η σωματική αναπηρία, τότε μόνο προκαλεί στον παθόντα ζημία που έγκειται στην αποστέρηση μελλοντικών εισοδημάτων, όταν αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο παθών, εξαιτίας της αναπηρίας του - και μάλιστα ανεξάρτητα από το ιατρικώς προσδιορισμένο ποσοστό αυτής - περιέρχεται σε αδυναμία να μετέλθει την επαγγελματική δραστηριότητα την οποία ασκούσε προηγουμένως. Έτσι, είναι δυνατόν, το παθόν πρόσωπο να θεωρηθεί ικανό για την άσκηση της επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας, μολονότι ιατρικώς απονέμεται σ' αυτόν ποσοστό αναπηρίας (ΑΠ 1503/2000).

Πάντως, η βλάβη του σώματος ή της υγείας του ανθρώπου δεν επιδρά από μόνη στη δύναμη για εργασία και στην ικανότητα κτήσεως εισοδημάτων και περαιτέρω η ικανότητα κτήσεως εισοδημάτων δεν συνεπάγεται αυτόματα περιουσιακή ζημία. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένα και όχι αφηρημένα, αφού είναι δυνατόν, παρά τη βλάβη της υγείας ενός προσώπου, έστω και μόνιμη, να μην επηρεάζεται καθόλου η επαγγελματική - οικονομική του δραστηριότητα. Πρέπει, λοιπόν, να αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο παθών, λόγω του τραυματισμού, δεν μπόρεσε πραγματικά να εργασθεί και ότι για το λόγο αυτό υπέστη περιουσιακή ζημία (ΑΠ 1435/2013.