Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325, 331 ΚΠολΔ, 929 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι το δεδικασμένο, το οποίο παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, επιδίωξη περαιτέρω, πρόσθετης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εφ όσον πρόκειται για απρόβλεπτη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του παθόντος (μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες, επιπλοκές), στηρίζεται, δηλαδή, σε περιστατικά μιας ήδη επελθούσας στο παρελθόν ζημιογόνου αιτίας, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ όψιν στην προηγούμενη δίκη, γιατί αυτά δεν ήταν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευση τους δεν ήταν προβλεπτή.

Όμως δεν δικαιολογεί την αξίωση για καταβολή πρόσθετης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κάθε απόκλιση από την άμεσα αναμενόμενη και προβλεπτή εξέλιξη των συνεπειών της αδικοπραξίας, δηλαδή λόγου χάρη, δεν αρκεί μια ανανεωθείσα βάσει των συνεπειών του τραυματισμού ασθένεια, ακόμη και αν με αυτό τον τρόπο επέρχεται χειροτέρευση των συνεπειών τούτων, αλλά σημασία έχουν μόνον οι μεταγενέστερες συνέπειες και περιπλοκές, τις οποίες το δικαστήριο κατά τον χρόνο έκδοσης της προηγούμενης απόφασης του, δεν έλαβε υπ όψιν του, γιατί η επέλευσή τους δεν έπρεπε, ή δεν έπρεπε σοβαρά, να αναμένεται. Κατά πόσο, κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο έλαβε υπ όψιν του την μελλοντική δυσμενή εξέλιξη αποτελεί ζήτημα που διαπιστώνεται με την ερμηνεία της προηγούμενης απόφασης του. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του προβλεπτού, ή μη, της μέλλουσας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του παθόντος, προκύπτουσα από τις αποδείξεις, ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 648/02, ΕφΠειρ 509/2007).