Αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης.

Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. γ' του ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Η ψυχική οδύνη αποτελεί είδος ή μορφή της ηθικής βλάβης (που είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του, δηλ. των αγαθών που απορρέουν από την σωματική, ψυχική ή κοινωνική ατομικότητά του) και είναι ο ψυχικός πόνος που αισθάνεται το πρόσωπο, όταν προσβληθεί ένα αγαθό δικό του ή τρίτου προσώπου, με το οποίο συνδέεται στενά. Κατά την ρύθμιση του αρθρ. 932 εδ. γ' ΑΚ η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης προβλέπεται μόνο υπέρ της οικογένειας του θύματος και μόνο σε περίπτωση θανάτωσης, έχει δε ως δικαιολογία τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν οι στενοί συγγενείς (οικογένεια), εξ αιτίας του θανάτου αυτού και σκοπό την απ' αυτούς κτήση περιουσιακών αγαθών, με τα οποία θα γίνει δυνατή η ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφισή τους (Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Α.Κ. αρ. 932 αριθ. 1, 2 – Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα 1998, αριθ. 90-2 - Π. Βαφειάδου, Αυτοκίνητα, Αστική και ποινική ευθύνη, 1997 σελ. 253).

Στην ως άνω διάταξη δεν γίνεται προσδιορισμός του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης, δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από την φύση του υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά την διαδρομή του χρόνου. Εγγύτερη προσέγγιση του ζητήματος παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας αποθανόντος προσώπου (Ολ. Α.Π. 762/1992 ΝοΒ 40/919). Πάντως, κατά την σαφή έννοια της διατάξεως, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώτεροι συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, αδιαφόρως αν συζούσαν με αυτόν, ή διέμεναν χωριστά. Σε κάθε περίπτωση στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται ο σύζυγος, οι γονείς του, οι ανιόντες, κατιόντες, οι αδελφοί, οι συγγενείς εξ αίματος μέχρι του δευτέρου σε πλάγιο βαθμό και οι εξ αγχιστείας συγγενείς μέχρι του πρώτου βαθμού.

Ο προσδιορισμός του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας,  το οποίο προς το σκοπό αυτό λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες της θανάτωσης του παθόντος, το βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις και ιδιότητές τους (ηλικία του θανόντος και των συγγενών του, που ζητούν την χρηματική ικανοποίηση, φύλλο, ευαισθησία), την συνοίκηση του θανόντος με τα λοιπά μέρη της οικογένειάς του και άλλες ενδεχομένως συντρέχουσες περιστάσεις, εκτιμώντας τα στοιχεία αυτά κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που υπαγορεύουν την ύπαρξη κάποιας αναλογίας μεταξύ των στοιχείων αυτών και του μεγέθους της χρηματικής ικανοποίησης, δεδομένου ότι το εύλογο της χρηματικής ικανοποίησης δεν αποσυνδέεται από το ανάλογο αυτής προς τα ως άνω στοιχεία προσδιορισμού του μεγέθους της (Γεωργιάδης, οπ. αριθμ. 22 - Κρητικός οπ. Αριθμ. 973 - Αν. Φλούδα, Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, 1981, παρ. 80).

Για την αποτίμηση της αποζημίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 299, 928, 929 και 932 ΑΚ και η συνταγματική δικαιϊκή αρχή της αναλογικότητας, ώστε να μην υποβαθμισθεί η απαξία της πράξης, επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, ή η κατάληξη με ακραίες εκτιμήσεις σε εξουθένωση του υπαιτίου και αντίστοιχο πλουτισμό των δικαιούχων συγγενών, γιατί τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας από την αδικοπραξία ατμόσφαιρας, που δημιουργείται χάρις της ύπαρξης του άλλου και εξέρχεται των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστή, που χαράσσει του άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 132/06). Κατά συνέπεια η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα συγγενικά πρόσωπα τελεί υπό τις αυτονόητες προϋποθέσεις του βαθμού της συγγένειας, της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, στο μέτρο που ο καθένας βίωνε το αίσθημα της αγάπης και της στοργής, εν όψει ότι με σχηματισμένη ηθική προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο όλοι οι άνθρωποι δεν επιδέχονται τις εκ του εξωτερικού κόσμου επιδράσεις και τις από το θάνατο ψυχικές συγκινήσεις κατά τον ίδιο τρόπο, αντιλαμβανόμενοι την απουσία του θανόντος από τη ζωή τους κατά διαφορετικό τρόπο έκαστος, εξαρτώμενο από την ηλικία, τον τόπο κατοικίας,  την μόρφωση, την κοινωνική καταξίωση, επαγγελματική απασχόληση κλπ. Η διαπίστωση της ανυπαρξίας, ή διαφορετικού βαθμού επίδρασης από τον θάνατο οδηγεί σε αποκλεισμό από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης, ή περιορισμό (Ολ ΑΠ 21/2000) είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, ή επιφέρει μείωση έναντι των άλλων που δέχθηκαν την επίδραση σε μεγαλύτερο βαθμό έναντι αυτών που την δέχθηκαν σε μικρότερο. Κριτήριο για αυτό είναι ο βαθμός συγγένειας, η ηλικία του δικαιούχου και του θανατωθέντος, η συμβίωση με τον θανατωθέντα, η διατροφή των εν όλω ή εν μέρει από αυτόν, η ανικανότητα προς εργασία του δικαιούχου, κλπ. Επιπλέον απαιτείται η διαπίστωση του βαθμού και του είδους της αμέλειας του υπαιτίου της αδικοπραξίας και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών φυσικών προσώπων, της περιουσιακής κατάστασης της ασφαλιστικής εταιρείας μη λαμβανομένης υπ’ όψιν μια και η ευθύνη της είναι εγγυητική.