Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.

Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. α ΑΚ «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του».

Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά για την σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη από το ατύχημα. Η αποκατάσταση, όμως, της τρωθείσας από την αδικοπραξία σωματικής βλάβης με την 932 ΑΚ δεν έχει σκοπό την οικονομική αποκατάσταση του παθόντος, αλλά την αποκατάσταση της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, που υπέστη από το ατύχημα. Η οικονομική αποκατάσταση του παθόντος, θα επέλθει με την παροχή της 929 ΑΚ, εφ όσον, βεβαίως, πληρούνται οι τασσόμενες προϋποθέσεις. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, εξαιρουμένης της περιουσιακής κατάστασης της ασφαλιστικής εταιρείας ως εκ της εγγυητικής της ευθύνης, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη και η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, με την έννοια ότι η εύλογη κρίση του Δικαστή κατά το άρθρο 932 ΑΚ πρέπει να σχηματίζεται, όχι κατά τις υποκειμενικές του αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Επιβάλλεται δε σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, και η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος του άρθρου 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφ όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση, αφού η αρχή της αναλογίας, επιβάλλει την ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ της αποκατάστασης του παθόντος για την ηθική του βλάβη και του επιδιωκομένου σκοπού, που είναι μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά του παθόντος χωρίς να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία. Και τούτο, γιατί μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές, ή υπέρμετρα μεγάλο, ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, όσον αφορά τον παθόντα τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και όσον αφορά τον υπόχρεο το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στην διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία του  θεμελιώδους δικαιώματος επί της περιουσίας.

Εν όψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής αποζημίωσης, δεν πρέπει παραβιάζει ευθέως ή εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά ούτε και τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας του άρθρου 932 ΑΚ (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 958/2017).