Α. Από την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, που ορίζει ότι «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία (δηλαδή κάποια έλλειψη σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου) ή η παραμόρφωση (δηλαδή κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής), που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον, ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του.

Β. Η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφ όσον κατά την αληθή έννοιά της, η αναπηρία, ή η παραμόρφωση, επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς από τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, που συνθέτουν την ως άνω έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον του παθόντος. Η κατά τα άνω, όμως, αυτοτελής αξίωση αφορά τον καθορισμό και μόνον αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις διάφορες παροχές των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ (σχετ. Απ. Γεωργιάδης - Μιχ. Σταθόπουλος Αστικός Κώδικας Κατ’ άρθρον Ερμηνεία Εκδ. 1982 Τόμος IV σελ. 800 - 801).

Γ. Επομένως, για την θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πέραν από εκείνα που απαιτούνται για την θεμελίωση αξιώσεων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, τα οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, εκτός και πέραν εκείνων που χρειάζονται για την στοιχειοθέτηση αξιώσεων κατά τις ΑΚ 929 και 932, από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 725/2009, ΑΠ 1216/2008, ΑΠ 122/2006, ΑΠ 634/2007,ΕφΛαμ 22/2010).

Δ. Για τον προσδιορισμό της χρηματικής αποζημίωσης πρέπει, να τηρείται η αρχή της αναλογίας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος του άρθρου 25 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφ όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση και να είναι «ανάλογο», αφού η αρχή της αναλογίας (το «εύλογο» εμπεριέχεται στο «ανάλογο»), επιβάλλει την ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ του δικαιώματος του παθόντος να αποζημιωθεί για την αναπηρία που υπέστη από το ατύχημα και του επιδιωκομένου σκοπού, που είναι μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση του παθόντος, χωρίς να εμπορευματοποιείται η σωματική του βλάβη και τούτο, γιατί μία δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει υπέρμετρο ποσό εμπορευματοποιεί, όσον αφορά τον παθόντα την σωματική του βλάβη και ευτελίζει όσον αφορά τον υπόχρεο το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στην διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην ανακούφιση του παθόντος με παράλληλη προστασία του  θεμελιώδους δικαιώματος επί της περιουσίας.

Ε. Το Δικαστήριο οφείλει στο «ανάλογο - εύλογο» της αποζημίωσης, να λάβει υπ όψιν την σφοδρή οικονομική κρίση και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, και επηρεάζουν τα εισοδήματα των πολιτών, εξαιρουμένης της περιουσίας της ασφαλιστικής εταιρείας, ως εκ της εγγυητικής της ευθύνης.

ΣΤ. Αν η αξίωση του παθόντος-ενάγοντος που έχει αναπηρία σε ποσοστό 67% συναρτάται από το γεγονός της συνταξιοδότησης από τον ΕΦΚΑ λόγω αναπηρίας, ή λήψεως επιδόματος αναπροσαρμογής, και μέχρι του ποσού που επιδοτήθηκε αν αυτό  διεκόπη, εκ της οποίας εξαρτάται η πλήρωση, ή όχι, της αίρεσης υπό την οποίαν τελεί η συνέχιση της σύνταξης ή της επιδότησης, και η αντίστοιχη αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ΕΦΚΑ σε μέρος της. Με την οριστικοποίηση της παρεχόμενης σύνταξης, ή επιδότησης, από αυτό καθίσταται το αίτημα ώριμο, εκτός αν ο ενάγων προσκομίσει βεβαίωση από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ότι το παραπάνω επίδομα ανανεώθηκε και προκύπτει ο χρόνος της ανανέωσης, αποζημίωση από την οποία πρέπει να αφαιρεθεί κάθε τι που θα λάβει ως επιδότηση από αυτόν (ασφαλιστικό φορέα), λόγω της υποκατάστασης του.  (σχετική η ΑΠ 601/2010)

Ζ. Ο παθών-ενάγων δεν νομιμοποιείται να αναζητήσει κανένα ποσό ως αποζημίωση απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων πέραν του χρόνου επιδότησης από τον ΕΦΚΑ και προς τούτου οφείλει να προσκομίσει την προβλεπόμενη βεβαίωση από τον ΕΦΚΑ, για να αποδειχθούν τα ποσά που έχει λάβει και αφαιρεθούν από την αιτούμενη αποζημίωση. Άλλως κατά άρθρο 249 ΚΠολΔ πρέπει να ανασταλεί η δίκη, αφού υφίσταται εκκρεμές προδικαστικό ζήτημα.