Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 ΚΠολΔ) είναι η αντίστροφη της θετικής αναγνωριστικής αγωγής, υπό την έννοια ότι έχουν αντιγραφεί οι ρόλοι του ενάγοντος και του εναγομένου (ΕφΑθ 2393/1988). Με την αγωγή αυτή και την αντίστοιχη απόφαση αποτρέπεται βλάβη του οφειλέτη με την έννοια ότι αίρεται ο κίνδυνος φαλκίδευσης της περιουσίας του (ΑΠ 270/1971).

Η αγωγή ασκείται από τον διάδικο εκείνον, ο οποίος θα νομιμοποιούνταν παθητικώς, αν είχε ασκηθεί κατ' αυτού θετική αναγνωριστική αγωγή.

Για την πληρότητα του δικογράφου αρκεί η με την αγωγή γενική άρνηση από τον ενάγοντα των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το προβαλλόμενο από τον εναγόμενο δικαίωμα.

Ο ενάγων πρέπει να έχει άμεσο έννομο συμφέρον, είναι δε άμεσο το έννομο συμφέρον, όταν η ανάγκη παροχής της έννομης προστασίας είναι ενεστώσα, υφίσταται δηλαδή κατά την έναρξη της δίκης και θεωρείται ότι γεννιέται τούτο ευθύς ως προσβληθεί, ή αμφισβητηθεί το δικαίωμα, ή η έννομη σχέση, γιατί από τότε η αναγκαιότητα της προστασίας ανακύπτει και είναι άμεση (ΑΠ 385/1999, ΑΠ 345/1992).

Ο εναγόμενος μπορεί να εγείρει κατά του ενάγοντος την θετική αναγνωριστική αγωγή. Ο ενάγων όμως κατά του εναγομένου δεν μπορεί συγχρόνως με την αρνητική αναγνωριστική αγωγή να εγείρει κατά του εναγομένου και την θετική αναγνωριστική αγωγή (ΠολΠρΘεσ 10003/1996, ΠολΠρΘεσ 14356/2003).