Από τις διατάξεις των άρθρων 981, 984, 987, 989 και 1018 ΑΚ προκύπτει ότι η νομή ακινήτου  χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο. Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής (ΑΠ 1514/2009).

Η νομή ακινήτου προσβάλλεται, είτε με διατάραξη, είτε με αποβολή, του νομέα, εφ όσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του.

Αποβολή αποτελεί κάθε πράξη τρίτου, που συνεπάγεται για το νομέα στέρηση, ολική ή μερική, της δυνατότητας να εξουσιάζει το ακίνητο.

Διατάραξη συνιστά κάθε παρεμπόδιση, ή παρακώλυση, της επί του ακινήτου εξουσίασης του νομέα αυτού, που όμως δεν φθάνει μέχρι την αποβολή του (ΑΠ 1260/1998),

Ο νομέας, που αποβλήθηκε, ή διαταράχθηκε, παράνομα στη νομή του, έχει δικαίωμα να αξιώσει, στη μεν αποβολή την απόδοση της νομής, στην δε διατάραξη την παύση της διατάραξης, όπως και την παράλειψή της στο μέλλον. Δεν αποκλείεται και αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΠ 1514/2009).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ οι αξιώσεις από την αποβολή, ή την διατάραξη παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή, ή την διατάραξη. Αφετήριος χρόνος της ετήσιας παραγραφής των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή, ή διατάραξη, είναι η αποβολή, ή, η διατάραξη, αντίστοιχα και αρχίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 241 παρ. 1, 242, 243 παρ. 3 ΑΚ, από την επόμενη ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η αποβολή, ή από την επόμενη ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η διατάραξη, αντίστοιχα, και λήγει, όταν παρέλθει η τελευταία ημέρα, δηλαδή η αντίστοιχη προς την ημέρα έναρξης ημέρα του έτους (ΑΠ 861/2007).