Α. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 7 του ν. 4624/2019, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία ο Νέος Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR), η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας, είτε είναι δημοσίως προσβάσιμοι, είτε μη, επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών. Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή, είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας.

Β. Από την διάταξη προκύπτει ότι η λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για παρακολούθηση εργαζομένων για έλεγχο, ή αξιολόγησή τους, ή για σκοπούς εκπαίδευσης,  δεν επιτρέπεται. (σχετική η οδηγία 1/2011, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά).

Γ. Οποιοδήποτε σύστημα παρακολούθησης εργαζομένων στον χώρο εργασίας δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων, εκτός ειδικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται από την φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, ή την προστασία χώρων κρίσιμων υποδομών (εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου).

Δ. Η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται στους χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων, ή διάδρομοι. Η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε ειδικούς χώρους, όπως ταμεία, αποθήκες με ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κλπ και οι κάμερες να εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν κι όχι στους εργαζόμενους.

Ε. Δεν επιτρέπεται να τοποθέτηση καμερών σε χώρους εργασίας του προσωπικό, όπου δεν έχουν πρόσβαση οι πελάτες, ή σε γραφεία εργαζομένων (άρθρο 7 της οδηγίας 1/2011).

ΣΤ. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας κατά την τοποθέτηση του κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής οφείλουν να ακολουθούν την γενική προσέγγιση αξιολόγησης της νομιμότητας της επεξεργασίας, με επιλογή κατάλληλης νομικής βάσης, ικανοποίηση των βασικών αρχών νομιμότητας, μέριμνα για ικανοποίηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, κ.λπ. Η νομιμότητα τέτοιων επεξεργασιών κρίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας κατά περίπτωση και τεκμηριώνεται κατάλληλα με τα εργαλεία λογοδοσίας του GDPR. Ο GDPR εισάγει υποχρεώσεις στους υπευθύνους επεξεργασίας ως προς την ικανοποίηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων,  την διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου ως προς την προστασία δεδομένων εφ όσον η επεξεργασία εμπίπτει σε αυτές για τις οποίες υπάρχει η σχετική υποχρέωση.

Ζ. Σε κάθε περίπτωση, η οδηγία 1/2011 πρέπει να αξιοποιείται κατάλληλα από τους υπευθύνους επεξεργασίας. Η οδηγία παρέχει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τις κάμερες που θα εγκατασταθούν, όπως τα σημεία που επιτρέπεται να τοποθετηθούν, την εμβέλεια που μπορούν να έχουν, τα τεχνικά χαρακτηριστικά, τον μέγιστο χρόνο τήρησης δεδομένων, τοποθέτηση ευδιάκριτων πινακίδων, ικανοποίηση δικαιωμάτων, ασφάλεια επεξεργασίας, κ.λπ. Κατά κανόνα, εφ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η νομική βάση για μια τέτοια επεξεργασία είναι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. στ’ του GDPR.

Η. Ο εργαζόμενος που βλάπτεται μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα της πρόσβασης και της εναντίωσης. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος, βάσει του GDPR, να απαντήσει εγγράφως. Εάν δεν απαντήσει, ή αν η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, μπορεί να υποβληθεί καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, είτε μέσω συλλογικού οργάνου, είτε ατομικά.

Θ. Σε κάθε περίπτωση ο βιντεοσκοπούμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα από το άρθρο 57 ΑΚ, περί προσβολής της προσωπικότητας, και να αξιώσει  χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι ο GDPR προβλέπει ότι σε κάθε παραβίαση στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, ο υπαίτιος υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη σε αποζημίωση υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (ΑΠ 2244/2013, ΑΠ 163/2020).