Α. Κατά την έννοια του άρθρου 455 ΑΚ, κάθε απαίτηση που πηγάζει από μία αμφοτεροβαρή σύμβαση μπορεί να μεταβιβαστεί από το δανειστή σε άλλον με εκχώρηση. Κανόνας, δηλαδή, είναι ότι όλες οι αυτοτελείς απαιτήσεις του ουσιαστικού δικαίου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, μπορούν να μεταβιβαστούν με εκχώρηση.

Β. Από τον κανόνα εξαιρούνται και είναι ανεκχώρητες οι απαιτήσεις.

α) εκείνες που είναι ακατάσχετες (ΑΚ 464).

β) εκείνες που συμφωνήθηκε ότι είναι ανεκχώρητες (ΑΚ 466).

γ) εκείνες που λόγω της φύσης της παροχής συνδέονται στενά με το πρόσωπο του δανειστή (ΑΚ 465)ι

γα) Στενά θεωρείται ότι συνδέεται η απαίτηση με το πρόσωπο του δανειστή, αν λόγω της φύσης της παροχής υπάρχει στενή σύνδεση αυτής με το πρόσωπο του δανειστή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αν η παροχή αποχωριζόταν από το πρόσωπο του δανειστή και μεταβιβαζόταν σε άλλον, τότε θα έχανε την ταυτότητά της και θα γινόταν διαφορετική από εκείνη, που ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκτελέσει (ΕφΑθ 5950/1990).

γβ) Ο παραπάνω σύνδεσμος της παροχής με το πρόσωπο του δανειστή δυνατό να οφείλεται σε λόγους προσωπικούς, ή οικονομικούς. Αυτό συμβαίνει σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας και για τις απαιτήσεις που γεννώνται απ αυτήν, όπως π.χ. η αξίωση παράλειψης ένεκα προσβολής της τιμής, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη,, ή ψυχική οδύνη, εκτός αν αυτή αναγνωρίσθηκε με σύμβαση, ή επιδόθηκε για  αυτήν αγωγή (ΕφΔωδ 116/2000)

γδ) Τα διαπλαστικά δικαιώματα δεν περιέχουν αξίωση και για το λόγο αυτό δεν είναι δεκτικά μεταβίβασης με εκχώρηση (ΜονΘεσ 20256/2011).