Κατά την διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλόμενους είναι άκυρη.

Α. Με την πρώτη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους, ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής, εν αμφιβολία, με δίκαιη κρίση. Μπορεί με την συμφωνία να ορίζεται ότι, η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη συμφωνία. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά την σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.

Β. Από τον συνδυασμό των δύο διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί αορίστου παροχής όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στον ένα των συμβαλλομένων, ο οποίος μπορεί να προβεί σ' αυτόν κατά τρόπο αυθαίρετο, μη υποκείμενο στον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου ή του δικαστηρίου, σε τρόπο ώστε η δέσμευση του άλλου από τη συμφωνία αυτή να είναι υπέρμετρη και αλόγιστη. Αντίθετα, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλομένους, απλώς σε έναν απ' αυτούς, ο τελευταίος υποχρεούται έναντι του άλλου να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Και αν η κρίση του ενός συμβαλλομένου μέρους θεωρηθεί εκ μέρους του άλλου δίκαιη, γεννιέται η αξίωση για την παροχή, όταν όμως θεωρηθεί μη δίκαιη, κάθε ένα μέρος δικαιούται να ζητήσει με αγωγή τον προσδιορισμό από το Δικαστήριο.

Γ. Δίκαιη κρίση, ή κρίση αγαθού ανδρός, θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής, και μάλιστα της συμβάσεως και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων. Για τον σχηματισμό δε της δίκαιης κρίσης πρέπει από την σύμβαση να προκύπτει κάποια βάση ή αφετηρία για τέτοια κρίση ως λ.χ. ο διά της συμβάσεως επιδιωκόμενος σκοπός των μερών ή η συνομολογηθείσα αντιπαροχή (ΑΠ 1879/2013)

Δ. Η απόφαση του δικαστηρίου, που προσδιορίζει την παροχή, συμπληρώνει την σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας την βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη. Πριν από τον προσδιορισμό δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνακόλουθα δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από την μη πληρωμή, αφού δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή (ΑΠ 110/2015, ΑΠ 1354/2015).