Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει από 1.01.2016 με τον ν. 4335/2015, «κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 6 του νέου ΚΠολΔ, «αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο».

Β. Από το συνδυασμό των παραπάνω άρθρων του νέου ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η εμμάρτυρος απόδειξη με το ν. 4335/2015, έχει καταρχήν καταργηθεί στην τακτική διαδικασία, εκτός αν ο δικαστής που δικάζει την υπόθεση κρίνει διαφορετικά, όπως αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι η εμμάρτυρος απόδειξη δεν απαγορεύεται ούτε στη διαδικασία αυτή, απλώς η αναγκαιότητα της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και τη δικανική κρίση του δικάζοντος δικαστή στη συγκεκριμένη κάθε φορά επίδικη περίπτωση (ΜονΠρΧανιων 197/2017).