Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.

Α. Συνεπώς πρόσθετη παρέμβαση για πρώτη φορά ασκείται και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενη σε μόνη την υποστήριξη, ή αντίκρουση, των λόγων της αναίρεσης, εφόσον ο τρίτο έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 502/2011).

Β. Έννομο συμφέρον  υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος, ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από την δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της.

Γ. Ως τρίτος, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη, ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012).

Δ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται. 

Ε. Η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης, που ασκείται το πρώτον πρέπει, εφ όσον δεν ζητήθηκε και δεν διατάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 150 ΚΠολΔ σύντμηση προθεσμίας, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από την δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα.

ΣΤ. Η κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης, που συντάσσεται, είτε κάτω από το αντίγραφο της αναίρεσης, είτε αυτοτελώς, πρέπει να επιδίδεται και προς τον μη εμφανισθέντα κατά τη εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο προσθέτως παρεμβάντα για να ενημερώνεται και αυτός περί της εξέλιξης της δίκης, που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του. Χωρίς την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης και δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης της αναίρεσης, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπ όψιν και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 49/2010).