Α. Από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση αποχής του εργαζομένου από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, αλλά σε άλλη αιτία, κατόπιν εκτίμησης των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, της αιτίας και της χρονικής διάρκειάς της, καθώς και της υπαιτιότητας, ή συνυπαιτιότητας, του εργαζομένου δύναται να θεωρηθεί ότι η αποχή αυτή, συνιστά σιωπηρά δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 790/2014).

Β. Δεν συνιστά σιωπηρά δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει την σύμβαση εργασίας του, όταν η αποχή από την εργασία οφείλεται σε «σπουδαίο λόγο».

Σπουδαίος λόγος αποχής από την εργασία μπορεί να είναι οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται στο πρόσωπο του εργαζομένου και στο περιβάλλον του, ή σε πραγματικό γεγονός που δημιουργεί αντικειμενική αδυναμία παροχής εργασίας. Τέτοιο λόγο αποχής συνιστά, ενδεικτικά, α) η ασθένεια, ακόμη και αν οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, β) η κύηση, τοκετός και η λοχεία, γ) ακραία καιρικά φαινόμενα, πλημμύρες, πυρκαγιές, χιονοπτώσεις, δ)   καταλήψεις οδών, ε) τρομοκρατικές ενέργειες, στ) στράτευση, ζ) εμφάνιση σε δικαστήριο ως μάρτυρας, ένορκος, κατηγορούμενος, η) συμμετοχή σε εξετάσεις, θ) άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.

Γ. Από τις διατάξεις των άρθρων 657 και 658 ΑΚ προκύπτει ότι κατά την διάρκεια της αποχής του εργαζομένου από την εργασία του για «σπουδαίο λόγο», ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του για χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβεί τον (1) μήνα, εάν το κώλυμα παροχής εργασίας επήλθε (1) τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης, επί μισό δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 791/2011, ΑΠ 288/2018

Δ. Στις περιπτώσεις, που δεν συντρέχει «σπουδαίος λόγος» η απουσία του εργαζομένου είναι αδικαιολόγητη και ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με την διάταξη 648 ΑΚ, να περικόψει τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες και στις ώρες απουσίας του.

Ε. Ο εργοδότης επιπλέον έχει το δικαίωμα, να θεωρήσει, ότι ο εργαζόμενος προέβη σιωπηρά σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ή ακόμη να καταγγείλει ο ίδιος την σύμβαση εργασίας του εργαζομένου του (ΑΠ 790/2014). 

ΣΤ. Η νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη  κρίνεται κατά περίπτωση, και εξετάζεται αν είναι καταχρηστική, ως ερχόμενη σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ληφθούν υπ όψιν τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας, ή συνυπαιτιότητας, του εργαζομένου και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, εναπόκειται δε στον δικαστή να κρίνει, αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση, ή μη, της σύμβασης, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου για λύση από αυτόν της εργασιακής σύμβασης (ΑΠ  750/2016, ΑΠ 248/2013).

Σημείωση. Μόνη η αυθαίρετη απουσία του εργαζομένου από την εργασία, έστω και ολιγοήμερη, ασχέτως αν ενημέρωσε, ή όχι, τον εργοδότη για την απουσία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο, ως καταγγελία από την πλευρά του, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια, θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούλησή του για λύση της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 983/2013).