1) Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη, ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από την στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο παραλήπτης της (άρθρο 167 ΑΚ).

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος, να λύσει μονομερώς την σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς την λύση, ή όχι, της σύμβασης. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με την λήξη, ή όχι, της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με το χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας.

Σημείωση

Επειδή, οι διατάξεις για την αίρεση δεν έχουν εφαρμογή στις αιρέσεις δικαίου, γίνεται δεκτό ότι, είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία, δηλαδή η δεύτερη καταγγελία στην οποία προβαίνει ο καταγγέλλων για την περίπτωση, που η προηγούμενη καταγγελία θα κρινόταν άκυρη από το δικαστήριο. Η δεύτερη αυτή καταγγελία περιέχει αίρεση δικαίου, η οποία είναι επιτρεπτή και η οποία, ανάλογα με την νομική κατάσταση, αν μεν η πρώτη καταγγελία είναι έγκυρη δεν έχει καμιά αξία και έννομη επιρροή, αν δε είναι άκυρη επιφέρει αυτή το πρώτον την λύση της σύμβασης (ΑΠ 55/2015, ΑΠ  277/2016).

2) Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου γίνεται, ή από τον μισθωτό, ή από τον εργοδότη  

Α) Καταγγελία από τον μισθωτό

Γίνεται οποτεδήποτε μονομερώς από τον μισθωτό, οπότε έχουμε  παραίτηση, ή οικειοθελή αποχώρηση. 

Η παραίτηση, ή οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου  από την εργασία του γίνεται με ρητή δήλωση του εργαζομένου, ή και σιωπηρά. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δεν δικαιούται αποζημίωση, αλλά δικαιούται α) τις δεδουλευμένες αποδοχές, β) τις αποδοχές της ετήσιας άδειας και του επιδόματος αδείας, γ) την αναλογία δώρου εορτών μέχρι την λήξη της εργασιακής σχέσης.

Σημείωση

Μέσα σε (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού, ο εργοδότης υποχρεούται  να αναγγέλλει ηλεκτρονικά την παραίτηση του εργαζόμενου στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» ( άρθρο 38 ν. 4488/2017).

Σημείωση

Το έντυπο της αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού φέρει υποχρεωτικά τις υπογραφές του εργοδότη και του εργαζόμενου. Αν ο εργαζόμενος αρνηθεί να υπογράψει το έντυπο, ο εργοδότης πρέπει  να κοινοποιήσει σε αυτόν εξώδικη δήλωση, στην οποία θα τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», η οποία επιδίδεται μέσα σε (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση και η αναγγελία γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης. Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη.

Β) Καταγγελία από τον εργοδότη

Γίνεται οποτεδήποτε μονομερώς με καταγγελία, οπότε έχουμε απόλυση (ν. 2112/1920, β.δ 16/1920, ν. 3198/1955, ν. 3863/2010, ν. 3899/2010, ν.  4093/2012).

1) Η καταγγελία από τον εργοδότη διακρίνεται σε

1α) Σε έκτακτη (χωρίς προειδοποίηση)

Για να είναι έγκυρη η καταγγελία (απόλυση)  πρέπει

α) Να γίνει έγγραφα

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι έγκυρη και παράγει έννομα αποτελέσματα από την στιγμή που περιέλθει στον απολυόμενο μισθωτό το έγγραφο της καταγγελίας. Δεν αρκεί δηλαδή απλώς να λάβει γνώση της απόλυσης, πχ. με προφορική ανακοίνωση από τον εργοδότη, ή με την απλή επίδειξη του εγγράφου. Ειδικά, συμπληρώνεται το Έντυπο Ε6 του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ από τον εργοδότη, εντός 4 εργασίμων ημερών από την ημέρα της καταγγελίας (άρθρο 38 Ν. 4488/2017) και παραδίδεται στον απολυόμενο, ο οποίος υπογράφει σε ειδική θέση ότι έλαβε γνώση της καταγγελίας. Αντίγραφο του εντύπου χορηγείται και στον εργαζόμενο.

Σημείωση

Η παράλειψη της αναγγελίας στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ δεν καθιστά την καταγγελία άκυρη, αλλά επιφέρει διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη.

Σημείωση

Συνιστάται ο εργαζόμενος κατά την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας, ή της αποζημίωσης, να θέσει πριν την υπογραφή του την φράση «με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου», για να μη χάσει το δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Σημείωση

Όταν η διάρκεια της σύμβασης εργασίας είναι μικρότερη του (1) έτους, ο εργοδότης οφείλει να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση εργασίας, χωρίς όμως να υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση.

β) Να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση

Για να είναι έγκυρη η απόλυση πρέπει να καταβληθεί πραγματικά. Αν ο εργαζόμενος αρνείται, ή δεν προσέρχεται να λάβει την αποζημίωση, ο εργοδότης υποχρεούται  να την καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Σε κάθε περίπτωση δεν θεωρείται νόμιμη η αποζημίωση που κατατίθεται απ ευθείας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, χωρίς να έχει προηγηθεί η προσήκουσα προσφορά στον εργαζόμενο. Παράλληλα, με την αποζημίωση απόλυσης, ο απολυόμενος εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις αποδοχές άδειας και το επίδομα αδείας.

Σημείωση

Η καταβολή στον μισθωτό της νόμιμης αποζημίωσης, είναι ανεξάρτητη από τον λόγο, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Ως εκ τούτου ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση και όταν καταγγείλει την σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη (εκτός της συνισταμένης σε καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη) υπαίτια μη εκπλήρωση, ή πλημμελή εκπλήρωση, των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού.

γ) Να καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια και η ασφάλισή του (άρθρο 2 Ν. 2556/1997).

Σημείωση

Η μη τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων απόλυσης, επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας και υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου.

1β) Σε τακτική (με προειδοποίηση- προμήνυση).

Η τακτική καταγγελία επιφέρει την λύση της εργασιακής σύμβασης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας από τότε που θα κοινοποιηθεί στον εργαζόμενο. Η προφορική καταγγελία είναι άκυρη. Το έγγραφο προειδοποίησης αναγγέλλεται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ εντός προθεσμίας 4 εργασίμων ημερών από την επομένη της ημέρας της παράδοσης στον εργαζόμενο του σχετικού εγγράφου (άρθρο 38 Ν. 4488/2017).

2) Κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης

α) Με το άρθρο 117 παρ. 2 (α) του ν. 4623/2019, καταργήθηκε το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, από τις 17-05-2019 (ημερομηνία δημοσίευσης της καταργούμενης διάταξης), δυνάμει του οποίου έπρεπε, για να είναι έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας  αορίστου χρόνου, να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας ο «βάσιμος λόγος» της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να συμπληρωθεί στο «Έντυπο Ε6 - Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (με ή χωρίς προειδοποίηση)» το πεδίο στο οποίο αναφέρετο ο βάσιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

β) Με την κατάργηση του «βάσιμου λόγου» επανήλθε το προηγούμενο καθεστώς απόλυσης και η καταγγελία της εργασιακής σχέσης είναι έγκυρη, εφ όσον γίνει εγγράφως, καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια, ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.

γ) Ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνεχίζει να φέρει τον χαρακτήρα της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και το κύρος της εξαρτάται από το αν είναι ή όχι καταχρηστική. Καταχρηστικότητα υπάρχει μόνο αν η απόλυση υπερβαίνει τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος.

3) Συνέπειες

Η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια,

α) Είτε, να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σε αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του,

β) Είτε, παραιτούμενος, ρητώς ή σιωπηρώς, από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση (ΑΠ 261/2016).

Σημείωση

Στην περίπτωση άκυρης καταγγελίας ο εργοδότης υποχρεούται, να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού. Αν καταστεί υπερήμερος οφείλει, να καταβάλει τους μισθούς σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 ΑΚ.

4) Καταγγελία για συγκεκριμένους λόγους ( άρθρο 66  παρ. 1 ν. 4808/2021) 

Όταν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου γίνεται για τους παρακάτω λόγους, η καταγγελία (απόλυση) είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), χωρίς να ελέγχεται εάν η απόλυση υπερέβη, ή όχι, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, είναι δηλαδή καταχρηστική. Η άκυρη απόλυση δεν φέρει τα αποτελέσματά της, δηλαδή δεν καταλήγει σε λήξη της εργασιακής σχέσης. Θεωρείται σα να μην έγινε και ο εργαζόμενος υποχρεούται και δικαιούται να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του τελεί σε υπερημερία περί της αποδοχής των υπηρεσιών του και ο εργαζόμενος δύναται να  διεκδικήσει δικαστικά μισθούς υπερημερίας μέχρι ο εργοδότης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, ζητώντας την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας. Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους παρακάτω λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο.

α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή

β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή

γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση:

γα) που οφείλεται σε διάκριση για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ν. 4443/2016 (Α' 232) ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 4443/2016,

γβ) που οφείλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης, σύμφωνα με το άρθρο 13,

γγ) των εγκύων και τεκουσών γυναικών και για χρονικό διάστημα 18) μηνών μετά τον τοκετό, ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, όπως και του πατέρα του νεογεννηθέντος τέκνου για χρονικό διάστημα (6) μηνών μετά τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη, ή στις οικογενειακές υποχρεώσεις του εργαζόμενου γονέα,

γδ) ως αντίδραση στο αίτημα ή τη λήψη οποιασδήποτε άδειας που προβλέπεται στο Μέρος ΙΙΙ, σύμφωνα με το άρθρο 48, ή ευέλικτης ρύθμισης για λόγους φροντίδας του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31,

γε) κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 5 του α.ν. 539/1945 ,

γστ) των πολύτεκνων, αναπήρων και εν γένει προστατευόμενων προσώπων, που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τον ν. 2643/1998 (Α' 220), όταν δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2643/1998,

γζ) των στρατευμένων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3514/1928 (Α' 77),

γη) των μετεκπαιδευομένων εργαζομένων σε τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1077/1980 (Α' 225),

γθ) που γίνεται κατά παράβαση της νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 1387/1983 (Α' 110),

γι) των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 (Α' 79), καθώς και των μελών των συμβουλίων εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 1767/1988 (Α' 63), όπως και των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων, που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 4052/2012 (Α' 41), σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4052/2012, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 1264/1982, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος,

για) που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982,

γιβ) λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α' 101),

γιγ) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση, που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β' της παρ. 1 και την περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, καθώς και των εργαζομένων που δεν υπέβαλαν αίτημα για διευθέτηση, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη,

γιδ) των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα αποσύνδεσης της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3846/2010 (Α' 66).

5) Πρόσθετη αποζημίωση

Ο εργαζόμενος, που επικαλείται ελάττωμα της καταγγελίας για τους παραπάνω λόγους, δικαιούται να ζητήσει, αντί για την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας, την επιδίκαση  πρόσθετης αποζημίωσης. Το ποσό πρόσθετης αποζημίωσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη.

Σημείωση 

Σε αγωγή που περιέχει αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση δεν μπορεί να σωρεύεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας, εφόσον τα δύο αιτήματα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Σώρευση των δύο αιτημάτων, ακόμη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων ως απαράδεκτων.

Σημείωση   

Εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και με εξαίρεση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως, το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφ όσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας (1) μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς. Στην περίπτωση, που η πλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη.

Σημείωση

Όταν το ποσό της αποζημίωσης υπολείπεται του ποσού της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω προφανούς σφάλματος ή εύλογης αμφιβολίας ως προς τη βάση υπολογισμού αυτής, δεν αναγνωρίζεται η ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά διατάσσεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης καταγγελίας.

6) Καταγγελία για άλλους λόγους  (άρθρο 66 παρ. 3 ν.  4808/2021) 

α) Όταν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έγινε για άλλους λόγους, εκτός των παραπάνω λόγων του άρθρου 66  παρ. 1 ν. 4808/2021, η απόλυση δεν είναι άκυρη, αλλά το κύρος της εξαρτάται από το αν είναι ή όχι καταχρηστική, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε, σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη ως καταχρηστική (άρθρο 66 παρ. 3 ν.  4808/2021).

β) Οι λόγοι αυτοί δεν προσδιορίζονται από τον νόμο, αλλά εμμέσως προκύπτει ότι τέτοιοι λόγοι υφίστανται, α) όταν υπάρχει (γενικά) ένταση στις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου, που δεν καλύπτεται από τις περιπτώσεις του άρθρου  66  παρ. 1 ν. 4808/2021 και β) όταν η επιχείρηση έχει οικονομικά προβλήματα, (οικονομοτεχνικοί λόγοι).

γ) Η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως.

δ) Καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης του 281 ΑΚ είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος, ή έχθρα, ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου.

Σημείωση

Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία, αφού, εν όψει του αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί η καταγγελία καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε για αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς, ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία, να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 84/2011).

Σημείωση

Όταν ο εργαζόμενος δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ή εκπληρώνει αυτές πλημμελώς, κακόβουλα, δηλαδή, με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την νόμιμη αποζημίωση, η άσκηση της αξίωσης του εργαζομένου για καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης θεωρείται καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και δεν δικαιούται αποζημίωσης  (ΑΠ 38/2004, ΑΠ 1080/2003, ΑΠ 233/2003, ΑΠ  216/2017).

Σημείωση

Η καταγγελία είναι καταχρηστική και στην περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένης υπ όψιν της βαρύτητας των λόγων που την υπαγόρευσαν, δεν ήταν, με καθαρώς αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αρχές τις καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, το επιβαλλόμενο μέτρο για την προστασία του καλώς εννοούμενου οικονομικού συμφέροντος του εργοδότη, γιατί αυτό θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα (ΑΠ102/2017, 244/2017, ΜονΠρΠειρ 15/2019).

Σημείωση

Η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά, ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζόμενου προς τον εργοδότη, ή τους νομίμους εκπροσώπους του, ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, 1683/2012, ΑΠ 629/2022).).

Σημείωση

Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 630/2020, 525/2016, 1683/2012, ΑΠ 629/2022).

Σημείωση

Επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να αντεπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως εσχάτου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης, καθώς και ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζόμενου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

7) Συνέπειες καταχρηστικής απόλυσης

Εάν η καταγγελία (απόλυση) πάσχει από τους παραπάνω λόγους, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα του εργαζομένου επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη (ν. 4808/2021 άρθρο 66 παρ. 3, 4).

Σημείωση

Η καταχρηστικότητα της καταγγελίας για τους παραπάνω λόγους είναι σχετική υπέρ του μισθωτού, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να την θεωρήσει έγκυρη και να λάβει την νόμιμη αποζημίωσή του, είτε να ζητήσει δικαστικώς την αναγνώριση της καταχρηστικότητας και να ζητήσει ως επιπλέον αποζημίωση την παραπάνω πρόσθετη αποζημίωση.

Σημείωση

Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.

8) Παραγραφή αξιώσεων

Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν.  3198/1955 κάθε αξίωση του εργαζόμενου που πηγάζει από άκυρη και καταχρηστική καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την λύση της σχέσης εργασίας.

9) Απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής εργασίας μετά από απόλυση με  προειδοποίηση (προμήνυση)  (άρθρο 65 ν.  4808/2021).

α) Με την κοινοποίηση της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με προειδοποίηση, ο εργοδότης δύναται να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του, μερικώς ή πλήρως. Στην περίπτωση αυτήν, οι αποδοχές του εργαζόμενου καταβάλλονται πλήρως μέχρι την εκπνοή του χρόνου προειδοποίησης και ο εργοδότης δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς  την αποδοχή της εργασίας.

β) Εάν ο εργοδότης ασκήσει το παραπάνω δικαίωμα, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αναλάβει εργασία σε διαφορετικό εργοδότη κατά το χρονικό διάστημα της προμήνυσης, χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας και το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης