Σύμφωνα με το  άρθρο 66  παρ. 1 ν. 4808/2021  η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (απόλυση), των εγκύων και τεκουσών γυναικών και για χρονικό διάστημα (18) μηνών μετά τον τοκετό, ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, όπως και του πατέρα του νεογεννηθέντος τέκνου για χρονικό διάστημα (6) μηνών μετά τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη.

Σημείωση

Η απόλυση είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), χωρίς να ελέγχεται εάν η απόλυση υπερέβη, ή όχι, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, είναι δηλαδή καταχρηστική. Η άκυρη απόλυση δεν φέρει τα αποτελέσματά της, δηλαδή δεν καταλήγει σε λήξη της εργασιακής σχέσης. Θεωρείται σα να μην έγινε και οι εργαζόμενοι (έγκυος, τεκούσα, πατέρας) υποχρεούνται και δικαιούνται να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες των. Ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες των τελεί σε υπερημερία περί της αποδοχής των υπηρεσιών των και οι εργαζόμενοι δύνανται να  διεκδικήσουν δικαστικά μισθούς υπερημερίας μέχρι ο εργοδότης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες των, ζητώντας την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας.

Σημείωση

1) Ως σπουδαίος λόγος θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία, κατ` αντικειμενική κρίση, καθιστούν, κατά την συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη, ή ανυπαρξία, πταίσματος των εργαζομένων.

2) Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη, ή στις οικογενειακές υποχρεώσεις του εργαζόμενου γονέα.

3) Η καλή πίστη δεν απαιτεί με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της απουσίας των εργαζομένων μέχρι την λήξη των παραπάνω προθεσμιών, αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.  Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί, ή δεν μπορεί, να αξιωθεί, ορίζεται από το δικαστήριο στην συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και την στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπ όψιν, ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα των εργαζομένων για την εργασία που συμφωνήθηκε. Έτσι, η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων των εργαζομένων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη.