Το δικαίωμα της απεργίας υπόκειται στον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεώς του. 

Το δικαστήριο, υπό την απειλή των ποινών της διάταξης 947 παρ.1 ΚΠολΔ, κατά την διαδικασία του άρθρου 69 ΚΠολΔ, μπορεί με αναγνωριστική αγωγή να απαγορεύσει την κήρυξη, ή συνέχιση, της απεργίας. Αρμόδιο δικαστήριο, κατ άρθρο 22 παρ. 4 ν. 1264 για την επίλυση της  δικαστικής διαφοράς από απεργία είναι στο Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Το δικαίωμα της απεργίας υπόκειται στον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεώς του. Έτσι, η απεργία θεωρείται καταχρηστική και κατά συνέπεια παράνομη και απαγορευτέα, όταν η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών κρίνεται αυτοτελώς σε κάθε περίπτωση, με βάση τα επικαλούμενα και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, όπως το περιεχόμενο των αιτημάτων στων οποίων την ικανοποίηση αποβλέπει η απεργία, η νομιμότητά τους ή η δυνατότητα ικανοποιήσεως τους, ο χρόνος στον οποίον προβάλλονται αυτά σε συνδυασμό με τον χρόνο εξαγγελίας της απεργίας και, τέλος, ο συσχετισμός του μεγέθους της ωφέλειας που επιδιώκουν οι εργαζόμενοι με το μέγεθος της ζημίας που επέρχεται στον εργοδότη από την πραγματοποίηση της απεργίας.

Έχουν κριθεί καταχρηστικές οι απεργίες, α) Με ύπαρξη αιτημάτων προδήλως παρανόμων ή και παράλογων, ιδίως όταν αντίκεινται σε κανόνες δημόσιας τάξης, β) Όταν από την ικανοποίηση των αιτημάτων υπάρχει κίνδυνος επέλευσης πλήρους καταστροφής, ή ανεπανόρθωτης βλάβης, στην επιχείρηση του εργοδότη, γ) Όταν τα αιτήματα των απεργών είναι φανερά δυσανάλογα με την επικείμενη εξαιτίας της απεργίας ζημιάς του εργοδότη και του κοινωνικού συνόλου, δ) Όταν η απεργία συνοδεύεται από κατάληψη των χώρων εργασίας και την παρακώλυση των μη απεργούντων μισθωτών.