Νομοθετική απαγόρευση, ή περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος της απεργίας, με τη θέσπιση διαδικαστικών, ή άλλων προϋποθέσεων, ή προηγούμενος έλεγχος των αιτημάτων της, ως και ο προσδιορισμός της μορφής και της διάρκειάς της, απαγορεύεται.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή σε δικαστικούς λειτουργούς και σε αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Επίσης απαγορεύεται η απεργία στους υπηρετούντες στο λιμενικό σώμα και στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, λόγω της ειδικής εξουσιαστικής σχέσης των προσώπων αυτών με το Κράτος.

Σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης λόγω εξωτερικών κινδύνων, ή αμέσου απειλής της εθνικής ασφαλείας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, εάν η βουλή με απόφαση της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, θέσει σε εφαρμογή το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, η απεργία απαγορεύεται να ασκείται κατά ορισμένες  περιόδους, ειδικά οριζόμενες.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.2 εδ. γ του Συντάγματος το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων ΟΤΑ, των υπαλλήλων ΝΠΔΔ και του προσωπικού κάθε μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα, ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς που ο νόμος ορίζει.

Το δικαίωμα της απεργίας μπορεί να περιοριστεί και από την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών των εργαζομένων στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 22 παρ. 3 του Συντάγματος. Η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών ρυθμίζεται από το ν. 17/1974 «περί πολιτικής σχεδίασης εκτάκτου ανάγκης». Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η πολιτική επιστράτευση των εργαζομένων, που εκτελείται στα πλαίσια της γενικής ή μερικής πολιτικής κινητοποίησης, προς αντιμετώπιση κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και απαγορεύεται κάθε απεργία (έναρξη, ή συνέχιση απεργίας).