Σύμφωνα με το άρθρο 724 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά τον ν. 4335/2015,  ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, ή με διαταγή πληρωμής, μπορεί να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη, ή τρίτου, (ή να ζητήσει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εγγραφή προσημείωσης υποθήκης) για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση, ή ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής.

Αν πιθανολογείται η εξόφληση, ή η ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση, ή η διαταγή πληρωμή, το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση, ή τη διαταγή πληρωμής, μπορεί με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται, κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ, να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ληφθέντων  ασφαλιστικών μέτρων, ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πιθανολογείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης

Με βάση, επομένως, την οριστική και μη καταστάσα τελεσίδικη, απόφαση μπορούν να επιβληθούν αυτοδύναμα ασφαλιστικά μέτρα (ΚΠολΔ άρθρο 519 παρ. 1 και άρθρο 521 παρ. 1), προδήλως τα ίδια ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπει και το άρθρο 724 ΚΠολΔ.

Η συντηρητική κατάσχεση, που επιβάλλεται βάσει διαταγής πληρωμής, είναι νοητή και δυνατή κατά το διάστημα της αναστολής του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής.

Η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση, δυνάμει διαταγής πληρωμής, ισχυροποιείται πλήρως από της επιβολής της, τρεπόμενη σε αναγκαστική, αν απορριφθεί η ανακοπή και επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Αν αντίθετα η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί η εξάλειψη της αυτοδυνάμως επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης μπορεί να ζητηθεί κατ άρθρο 702 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 5526/2006).

Οι διαφορές σχετικές με το κύρος της συντηρητικής κατάσχεσης, που επιβλήθηκε με τίτλο δικαστική απόφαση, ή διαταγή πληρωμής, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της ανακοπής, κατ άρθρο 702 ΚΠολΔ, από το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση, ή την διαταγή πληρωμής, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

Μετά την άσκηση ενδίκων μέσων, ή βοηθημάτων, κατά της οριστικής απόφασης, ή της διαταγής πληρωμής (π.χ. έφεσης κατά της οριστικής απόφασης ή ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής) αρμόδιο για την ανάκληση, ή τη μεταρρύθμιση, της συντηρητικής κατάσχεσης είναι, κατ άρθρο 697 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο ή βοήθημα ως δικαστήριο της κύριας δίκης.  

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, που αφορά την διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, η τελευταία δεν θέτει περιορισμούς για την ανάκληση, ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που δεν εκδόθηκε από το δικαστήριο της κύριας δίκης και προπάντων δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων. Έτσι η ανάκληση, ή η μεταρρύθμιση, ενεργεί ως υποκατάστατο των καταρχήν απαγορευμένων από το άρθρο 699 ΚΠολΔ ενδίκων μέσων, δηλαδή μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αποφάσεως, εξ αιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε. Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επέβαλλε, κατά το νομοθέτη, τον έλεγχο αποφάσεως που απέρριψε ασφαλιστικό μέτρο προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Έτσι, με την συμπληρωματική ρύθμιση του ν. 4335/2015, το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει την δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιόν του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό, να καταστήσει ανενεργή, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικώς υποβληθέντος αιτήματος, τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου (ΜονΕφΑθ 2647/2018).