Κατά την διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής.

Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι η άφεση χρέους είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, με την οποία ο δανειστής παραιτείται από την ενοχική αξίωση, που έχει κατά του οφειλέτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άμεση απόσβεση του χρέους.  Ο δανειστής δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει από αυτήν την ενοχή. Αν, παρ όλα αυτά, το ασκήσει, αποκρούεται επιτυχώς με την παρακωλυτική της άσκησης του δικαιώματος ένσταση άφεσης χρέους.

Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως, ή με άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, η οποία μπορεί να γίνει ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη, όπως συμβαίνει με κάθε απαλλοτρίωση περιουσίας και μάλιστα με κάθε παραίτηση από δικαίωμα (ΑΠ 934/2014, ΑΠ 426/04).

Είναι αναιτιώδης, δηλαδή για το κύρος της δεν λαμβάνεται υπ όψιν η αιτία για την οποία θέλουν τα μέρη την απόσβεση του χρέους. Ωστόσο, η βούληση και η δήλωση παραίτησης, πρέπει να είναι ανεπηρέαστες από πλάνη, απάτη, ή απειλή. Σε αντίθετη περίπτωση η σύμβαση είναι ακυρώσιμη (ΟλΑΠ 5/1990, ΕφΛαρ 70/2015). Είναι  επιτρεπτή δε, όταν δεν απαγορεύεται από διάταξη νόμου (ΑΠ 300/2007).

Η άφεση χρέους ενεργεί υποκειμενικά, υπέρ του οφειλέτη, ή κατά του δανειστή. Είναι όμως δυνατή η συμφωνία περί αντικειμενικής άφεσης του χρέους, οπότε αυτή ενεργεί υπέρ όλων των οφειλετών στην παθητική, ή κατά όλων των δανειστών στην ενεργητική, σε ολόκληρον ενοχή. Μάλιστα στην περίπτωση που συμφωνήθηκε η άφεση χρέους, να ενεργεί αντικειμενικά και υπέρ των λοιπών συνοφειλετών, η άφεση απαλλάσσει όλους και δεν λαμβάνεται υπ όψιν η αποποίηση της απαλλαγής από κάποιο συνοφειλέτη (ΕφΑΘ 4071/1994).

Στη σύμβαση άφεσης χρέους δεν λαμβάνει χώρα ανταλλαγή παροχών και συνεπώς επί της σύμβασης δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, που προβλέπει ότι «αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με τον οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή» και ως εκ τούτου δεν γεννάται ζήτημα προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής με συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης άφεσης χρέους (ΕφΑθ 6861/2003, ΕφΛαρ 70/2015).

Η περί άφεσης χρέους συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη προϋποθέτει υφιστάμενο χρέος. Όταν το χρέος δεν έχει ακόμα γεννηθεί, η σχετική συμφωνία έχει συνήθως την έννοια του προσδιορισμού της έκτασης της ενοχής εκ των προτέρων. Στην περίπτωση που, κατά την βούληση των μερών, συμφωνήθηκε άφεση χρέους για μέλλουσα απαίτηση, η σχετική συμφωνία ιδρύει ανατρεπτική ένσταση, της οποίας τα αποσβεστικά αποτελέσματα αφορούν μόνο το μέρος της απαίτησης που ασκείται με την αγωγή. Έτσι, ο εναγόμενος για την καταβολή ορισμένου χρέους, δεν μπορεί να αντιτάξει συμφωνία περί άφεσης άλλων χρεών, που δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής, και να ζητήσει εκ του λόγου τούτου τον συμψηφισμό τους προς την απαίτηση που ασκείται με την αγωγή και την εντεύθεν απόρριψή της. Αν όμως, κατά τη βούληση των μερών, σκοπός της σύμβασης ήταν η επαύξηση της περιουσίας του οφειλέτη και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα, τότε, επειδή πρόκειται για απαλλοτρίωση, που συνήθως έχει τη μορφή δωρεάς, ο δικαιοδόχος αποκτά απαίτηση, την οποία μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό (ΑΠ 380/2005).