Α. Με το άρθρο 117 παρ. 2 (α) του ν. 4623/2019, καταργήθηκε το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, από τις 17-05-2019 (ημερομηνία δημοσίευσης της καταργούμενης διάταξης), δυνάμει του οποίου έπρεπε, για να είναι έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας  αορίστου χρόνου, να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας ο «βάσιμος λόγος» της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να συμπληρωθεί στο «Έντυπο Ε6 - Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (με ή χωρίς προειδοποίηση)» το πεδίο στο οποίο αναφέρετο ο βάσιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Β. Με την κατάργηση του «βάσιμου λόγου» επανήλθε το προηγούμενο καθεστώς απόλυσης και η καταγγελία της εργασιακής σχέσης είναι έγκυρη, εφ όσον γίνει εγγράφως, καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια, ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.

Γ. Ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνεχίζει να φέρει τον χαρακτήρα της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και το κύρος της εξαρτάται από το αν είναι ή όχι καταχρηστική. Καταχρηστικότητα υπάρχει μόνο αν η απόλυση υπερβαίνει τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος.

Δ. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι είναι άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται

α) στην μη ικανότητα του εργαζομένου να ανταποκριθεί στην  ανατεθείσα εργασία. Σύμφωνα με το άρθρο 652 ΑΚ ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειάς του κρίνεται με βάση την σύμβαση, της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία. Τις ικανότητες και τις ιδιότητες του εργαζομένου ο εργοδότης όφειλε να τις γνωρίζει προ της σύναψης της σύμβασης εργασίας. Ο εργαζόμενος ευθύνεται για ζημία που προξένησε στον εργοδότη από δόλο. Αν ο εργαζόμενος από αμέλεια του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ζημία στον εργοδότη, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περίπτωση ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη την ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο, ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση.

β) στην μη νόμιμη συμπεριφορά του εργαζομένου απέναντι στην επιχείρηση και στον εργοδότη.  Είναι άκυρη η απόλυση που υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η απόλυση οφείλεται σε εμπάθεια, µίσος ή έχθρα, ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης, αλλά µη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου.

γ) δεν βασίζεται στις οικονομοτεχνικές ανάγκες της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης οφείλει να καταφύγει σε ηπιότερα και κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της επιχείρησής του, με ορθή επιλογή των απολυτέων εργαζομένων.

Ε. Σε κάθε περίπτερη που ο εργαζόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα της απόλυσης, οφείλει, εντός τριμήνου από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, να καταθέσει στο δικαστήριο αγωγή ακύρωσης της απόλυσης, άλλως το δικαίωμα παραγράφεται και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν η ακυρότητα της απόλυσης οφείλεται στη μη κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η 3μηνη προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο εργοδότης σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου.

Η 3μηνη προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 52 του νόμου, εφ όσον ο απολυθείς  προσφύγει στην διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών του ΣΕΠΕ, αναστέλλεται από την κατάθεση της αίτησης επίλυσης της διαφοράς μέχρι την σύνταξη του Δελτίου Εργατικής Διαφοράς από το ΣΕΠΕ, στο οποίο έχει διατυπωθεί η άποψη του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων επί της ακυρότητας της απόλυσης.

Στ. Είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου και δη των άρθρων 656 έως 658, 659 παράγραφοι 2 έως 667, 668 εδάφια 2, 670, 674, 677 και 678 ΑΚ, ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652 ΑΚ. Επομένως, η με επιφύλαξη είσπραξη της αποζημίωσης, δεν αποτελεί παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα ακύρωσης της απόλυσης, ή της επιδίωξης μεγαλύτερης αποζημίωσης.