Α. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 131 ΑΚ, το πρόσωπο, που κατά τον χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, α) δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ή, β) βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, δεν έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία, η δε δηλωθείσα βούλησή του και η συναφθείσα δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών, από τις παραπάνω αιτίες, δεν είχε έλλογη κρίση, που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατεί να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της σύμβασης που επιχειρεί και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή (ΑΠ 223/2008, ΑΠ 430/2016).

Η ακυρότητα της σύμβασης είναι γενική, δηλαδή, αφορά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης του ανικάνου και απόλυτη, δηλαδή, δύναται να προβληθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον οποιουδήποτε. Η ένσταση ακυρότητας της σύμβασης του ανικάνου είναι καταχρηστική, διακωλυτική, γιατί εμποδίζεται η γέννηση του επίδικου δικαιώματος και η ανάπτυξη της ενέργειας του, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Έτσι, ο επικαλούμενος σύμβαση  βαρύνεται με την απόδειξη της κατάρτισης αυτής, ενώ ο αντίδικος του βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης της δικαιοπρακτικής ικανότητας (ΑΠ 372/2015, ΕφΑθ  5094/2011).

Η ακυρότητα της σύμβασης απαγγέλλεται συνεπεία ελαττώματος στη βούληση του δικαιοπρακτούντος και δεν έχει σημασία η γνώση, ή η άγνοια, της κατάστασης αυτής από τον αντισυμβαλλόμενο, ούτε απαιτείται εκμετάλλευση της κατάστασης αυτής από τον άλλον (ΑΠ 1291/2009, ΠολΠρΑθ 1490/2011) 

Δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου (ΑΠ 1396/2001), αλλά αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό, ή μη, αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002) και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσης (ΑΠ 1200/2014). Έλλειψη της συνείδησης συνιστά και παροδική διατάραξη, που δεν οφείλεται σε ασθένεια (ΑΠ 1637/2008, 319/2000).

Δεν απαιτείται για την θεμελίωση του ισχυρισμού της ακυρότητας της σύμβασης, να μνημονεύεται ειδικά η νόσος, η οποία μπορεί να είναι οποιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί ασκεί επιρροή το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και μάλιστα της στέρησης, είτε της συνείδησης των πραττομένων, είτε της χρήσης του λογικού, παροδικώς. Το δικαστήριο κρίνει για την ύπαρξη των αποτελούντων την έννοια της έλλειψης συνείδησης των πραττομένων και του λογικού με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις (ΑΠ 108/1969, ΑΠ 124/1964 , ΕφΑθ 5124/2006, ΕφΠειρ  343/2013).

Δεν απαιτείται η υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση, αρκεί η ψυχική, ή διανοητική, διαταραχή του, να περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του, που θα δικαιολογούσε την υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας (ΑΠ 48/2009, 12/2005, ΑΠ 1599/2014).

Αν η δήλωση απευθυνόταν σε άλλον, που αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου με το οποίο συναλλάχθηκε, μπορεί το πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί κατά τις περιστάσεις να ανορθώσει την ζημία που επήλθε από την ακυρότητα, εφ όσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού (άρθρο 132 ΑΚ). 

Β. Σύμφωνα με την δεύτερο εδάφιο του άρθρου 131 ΑΚ, αν το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του, οι κληρονόμοι του μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν, για έναν (τουλάχιστον) από τους λόγους αυτούς, τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον κληρονομούμενο, ή προς αυτόν τότε μόνο, α) αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής, ή διανοητικής, διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, ή β) αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία, ή γ) αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε, εν όσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας, ή δ) αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία που προσβάλλεται. 

Οι κληρονόμοι μπορούν να προσβάλουν μόνο τις επαχθείς (μη χαριστικές) δικαιοπραξίες με τις οποίες η προσπόριση του περιουσιακού οφέλους έγινε έναντι ανταλλάγματος. Οι χαριστικές δικαιοπραξίες του κληρονομουμένου, δηλαδή, εκείνες με τις οποίες η επίδοση έγινε χωρίς αντάλλαγμα, δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση του δευτέρου εδαφίου. Για αυτές αρκεί, για την προσβολή τους, η συνδρομή των όρων του πρώτου εδαφίου του άρθρου 131 ΑΚ (ΑΠ  372/2015).

Αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε από αντιπρόσωπο του ανίκανου κληρονομούμενου, εφ όσον αυτός χορήγησε την σχετική πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπό του, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας, οπότε ναι μεν η πληρεξουσιότητα δεν συνιστά καθ εαυτήν χαριστική δικαιοπραξία, αλλά ούτε και επαχθή, εφ όσον, όμως, αφορά στην τέλεση από τον αντιπρόσωπο του ανίκανου χαριστικής δικαιοπραξίας, εμπίπτει στην ρύθμιση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 131 ΑΚ και τόσον η ίδια, όσον και η μετέπειτα δικαιοπραξία του αντιπροσώπου, μπορεί να προσβληθεί ως άκυρη από τους κληρονόμους σύμφωνα με τους ορισμούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 131 ΑΚ (ΑΠ 1403/1982, ΑΠ 8/2013, ΑΠ  372/2015).