Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων 174, 178, 179 και 180 ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και συνεπώς άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία.

α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής,

β) ανάγκη, ή κουφότητα, ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και

γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης, ή κουφότητας, ή απειρίας, του αντισυμβαλλομένου του.

Προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου.

Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας, ή της απειρίας, δεν είναι απαραίτητο, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνον του ενός από αυτά.

Ανάγκη είναι και η οικονομική ανάγκη, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική.

Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και την σημασία των πράξεων.

Απειρία είναι η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές.

Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή.

Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη, ή κουφότητα, ή απειρία, του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σε αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου.

Η προφανής δυσαναλογία, η οποία διαπιστώνεται, εν όψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπ όψιν οι υποκειμενικές παραστάσεις, ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 166/2016).