Από τις διατάξεις των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσεπίκληση είναι διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης έναντι τρίτων.

Α. Η προσεπίκληση επιτρέπεται σε τρείς και μόνο περιπτώσεις,

α) των ομοδίκων επί αναγκαστικής ομοδικίας (αρθρ. 86 ΚΠολΔ),

β) του αληθινού κυρίου ή νομέα επί εμπραγμάτου όμως αγωγής (αρθρ. 87 ΚΠολΔ) και

γ) του υπόχρεου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλαδή του καλουμένου δικονομικού εγγυητή (άρθρο 88 του ΚΠολΔ).

Β. Στην τελευταία αυτή περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή και σώρευση παρεμπίπτουσας αγωγής, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο τρίτο

α) όλου, ή μέρους, εκείνου το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατ` αυτού (εναγομένου) κυρίας αγωγής, θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο,

β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα.

Γ. Η καταδίκη του προσεπικαλουμένου εξαρτάται από την ήττα του προσεπικαλούντος κατά την κυρία δίκη και με τέτοια κατ` ανάγκη αίρεση ασκείται και η κατά του υπόχρεου προσεπίκλησή του.

Δ. Η προσεπίκληση και η με αυτήν σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης βασίζεται σε προϋφιστάμενη έννομη σχέση (από σύμβαση, ή και από αδικοπραξία) μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλούμενου, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δεύτερου να αποζημιώσει τον πρώτο σε περίπτωση ήττας του κατά την κύρια δίκη (ΑΠ 690/1985, ΕφΑθ 11789/89, ΕφΑθ 10188/86).