Α. Κατά το άρθρο 847 ΑΚ εγγύηση είναι, η σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Κατά το άρθρο 849 ΑΚ η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφ όσον ο εγγυητής εκπληρώσει την οφειλή.

Β. Ο απαιτούμενος από τον νόμο έγγραφος τύπος για την δήλωση βούλησης του εγγυητή (όχι για ολόκληρη τη σύμβαση) είναι συστατικός. Αν παραλειφθεί η τήρηση του εγγράφου τύπου, τότε η δήλωση βούλησης του εγγυητή είναι άκυρη και δεν παράγει αποτέλεσμα. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπ όψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, μη δυνάμενη να θεραπευθεί με την πάροδο του χρόνου (ΑΠ 1791/2007).

Γ. Μετατροπή της άκυρης εγγύησης, ελλείψει τύπου, σε άλλη σύμβαση, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση τύπου είναι δυνατή υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 182, δηλαδή, αν προβάλλεται, ότι τα μέρη θα ήθελαν άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης (ΑΠ 1791/2007).

Δ. Κατά το άρθρο 851 ΑΚ «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος, ή της υπερημερίας, του πρωτοφειλέτη» κατά δε το άρθρο 852 ΑΚ «ο εγγυητής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν ευθύνεται για παρεπόμενες παροχές που είχαν συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το χρόνο της εγγύησης. Για τέτοιες παροχές που γίνονται απαιτητές μετά την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνον αν κατά το χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους».

Ε. Οι ανωτέρω διατάξεις είναι ενδοτικού χαρακτήρα, με την έννοια ότι μπορεί, να καθορίζεται ελεύθερα στενότερη η ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή με την σύμβαση εγγύησης. Καθιερώνεται, δηλαδή, ευθύνη του εγγυητή για την από πταίσμα, ή υπερημερία, του πρωτοφειλέτη, ή αδυναμία παροχής, εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και των απαιτητών κατά την εγγύηση παρεπομένων παροχών, όπως και εκείνων που κατέστησαν απαιτητές μεταγενέστερα και γνώριζε την ύπαρξή τους (ΑΠ 27/2010).

ΣΤ. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφ όσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Με την διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Η εφαρμογή της δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το, κατ' άρθρο 955 ΑΚ, δικαίωμα της δίζησης. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του δικαιώματος της ελευθέρωσης, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο, ή βαριά αμέλεια, του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει, ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο, ή βαριά αμέλεια (Oλ ΑΠ 6/2000).

Ζ. Στον τραπεζικό δανεισμό, ο εγγυητής ευθύνεται μέχρι του ποσού της κυρίας οφειλής (της πίστωσης), για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για άλλες απαιτήσεις από μεταγενέστερη σύμβαση. Εκτός αν εγγυήθηκε και για την εκπλήρωση και της μεταγενέστερης σύμβασης, ή αυτή δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος (με την ιδιότητα του εγγυητή) στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρι όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής βασικής σύμβασης, ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων (όλων ή μερικών), εφ όσον και αυτές τις εγγυήθηκε, αποδέχθηκε, δηλαδή, να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλυτέρου κάθε φορά χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του οφειλέτου, προερχομένου από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 533/2013).

Η. Είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση δίζησης των άρθρων 855 και 857 ΑΚ (ΑΠ 1886/2014).  Από τις διατάξεις των άρθρων 855 και 857 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 847, 849, 851 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση της δίζησης και ιδίως, αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη παθητική σε ολόκληρον ενοχή, καθ όσον η πιο πάνω παραίτηση δεν θίγει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ενοχής από την εγγύηση (ΑΠ 148/1997) είναι όμως έγκυρη η συμφωνία ευθύνης σε ολόκληρον του εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη (ΕφΠειρ 684/2011). 

Θ. Η σύμβαση εγγύησης, που συνάπτεται μεταξύ εγγυητή και δανειστή, διαφέρει από την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγγυηθεί το υφιστάμενο, ή μελλοντικό, χρέος του οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που είναι ανεξάρτητη της κυρίας σύμβασης της εγγύησης, δεν υπόκειται στον έγγραφο συστατικό τύπο, δημιουργεί ενοχικό δεσμό μόνο μεταξύ του τρίτου και του οφειλέτη, και σε άρνηση του τρίτου να προβεί στην υποσχεθείσα εγγύηση υπέχει υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας του οφειλέτη (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).

Ι. Η εγγύηση διαφέρει και από την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, προβλεπόμενη από το άρθρο 477 ΑΚ. Η σύμβαση αυτή, μη υποκείμενη σε έγγραφο συστατικό τύπο, καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος υπόσχεται την εκπλήρωση του χρέους, χωρίς να απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την υποχρέωση προς εκπλήρωση και έτσι παράγεται πρόσθετη, αυτοτελής ενοχή του τρίτου που υποσχέθηκε την εκπλήρωση. Στην σύμβαση της σωρευτικής αναδοχής χρέους ο σωρευτικώς αναδεχόμενος το αλλότριο χρέος ενεργώντας και ευθυνόμενος αυτοτελώς, σαν να ήταν δικό του το χρέος και όχι παρεπομένως, ενέχεται σε ολόκληρο με τον δανειστή, μαζί με τον οφειλέτη, προς εκπλήρωση της παροχής του τελευταίου και διαπλάσσεται έτσι αυτομάτως παθητική σε ολόκληρον ενοχή και των δύο απέναντι στον δανειστή (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).

ΙΑ. Οι εγγυητικές επιστολές, που εκδίδονται από τράπεζες, αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή (ΑΠ  884/2013).